ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37

663 101 30
                                    

«Σου είπα να μη τα κοιτάξεις!», ανταπάντησε εκείνος μουδιασμένος, ενώ άρχισε την ίδια στιγμή να μαζεύει τα τσαλακωμένα χαρτιά από το πάτωμα.

«Θα άλλαζε κάτι αν δεν τα έβλεπα δηλαδή; Πες μου! Θα αναιρούσε την ύπαρξη όλων όσων αντίκρισα μόλις τώρα;», έσπευσα να πω εξαγριωμένη, με το κορμί μου τώρα να τρέμει από την ένταση. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Γιατί να το κάνεις, που να με πάρει;!», γρύλισα μέσα από τα δόντια μου και τον πλησίασα, απαιτώντας τη προσοχή του.

Όταν είδα πως δεν είχε σκοπό να μου τη χαρίσει εξαιτίας της ντροπής του, τον τράβηξα από τον αγκώνα και τον ανάγκασα να με κοιτάξει με το ζόρι, κάτι που τελικά κατάφερε να κάνει με τρομερή δυσκολία.

«Δε θα μπορούσες να καταλάβεις, ακόμα κι αν σου εξηγούσα... Τι σημασία έχει λοιπόν τώρα; Απλά ξέχνα το!», πρόφερε εν τέλη τα λόγια αυτά με τρομερή ταραχή και τραβήχτηκε για ακόμη μία φορά μακριά μου. Μάζεψε όλα τα σχέδιά του, τα εκατοντάδες αυτά σκίτσα που με απεικόνιζαν, και τα έκρυψε ξανά.

Όταν επέστρεψε με βρήκε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Όλοι μας έχουμε περάσει φάσεις, όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με παράξενα πράγματα, πράγματα που ξεπερνούν τα όρια της λογικής. Κανένας όμως από εμάς δεν έκανε κάτι τόσο... διεστραμμένο», είπα τελικά γεμάτη απέχθεια.

«Διεστραμμένο;!», φώναξε εκείνος, έκπληκτος αυτή τη φορά. «Πώς γίνεται να θεωρείς διεστραμμένο κάτι τέτοιο; Προς Θεού, Σαμ, δε σε ζωγράφισα γυμνή, ούτε σε παρακολούθησα ποτέ να αλλάζεις στα αποδυτήρια... Το ενδιαφέρον και η περιέργειά μου προς εσένα μόνο ως κάτι το διεστραμμένο δε θα έπρεπε να το χαρακτηρίσεις!», ολοκλήρωσε με περίσσια αυτοπεποίθηση τον γεμάτο ένταση σύντομο μονόλογό του, για να δυσανασχετήσει τελικά και να κάτσει ηττημένος πάνω στο στρωμένο πάπλωμα του κρεβατιού του. «Είναι κομμάτι του εαυτού μου... Εσύ είσαι πλέον κομμάτι του εαυτού μου»

«Ναι, ό, τι πεις», ψέλλισα όλο απαξίωση και κατευθύνθηκα προς το μέρος του. «Με κούρασε η παρουσία σου. Ειλικρινά, δε με νοιάζει τί θα κάνεις εσύ, εγώ όμως θέλω να πάω κάτω με τη φίλη μου. Απαιτώ να μου δώσεις τα κλειδιά», ολοκλήρωσα και έτεινα το χέρι μου επιτακτικά.

«Σαμ», μουρμούρισε εκείνος, καρφώνοντας βαθιά μέσα στα μάτια μου το γεμάτο μεταμέλεια βλέμμα του.

«Δε θέλω να ακούσω κάτι άλλο...»

«Θέλω να ακούσω εγώ όμως», αποκρίθηκε με αυστηρότητα. «Μου χρωστάς κάποιες εξηγήσεις, θυμάσαι;», συνέχισε με περισσότερο θάρρος τώρα, καθώς ήταν η σειρά του να σταυρώσει τα χέρια στο στήθος τονίζοντας με τον τρόπο αυτό τον τόνο που χρησιμοποίησε λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν.

Ο χειρότερος Εχθρός μουWhere stories live. Discover now