ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

827 138 17
                                    

Οι ξεραμένες πευκοβελόνες τραυμάτιζαν τα πέλματά μου με κάθε βήμα.

Τύλιξα τα χέρια πιο σφιχτά γύρω από το κορμί μου και έμεινα να βαδίζω στα τυφλά, έως ότου διέκρινα τη φωτιά να διαγράφεται πίσω από τις σκιές και τις φυλλωσιές των πανύψηλων πεύκων. Βλέμματα νεαρών μεθυσμένων και αλλοπαρμένων στράφηκαν προς το μέρος μου, όμως τινάχτηκα και γραπώθηκα από τον πλησιέστερο κορμό, προκειμένου να μείνω μακριά από τη προσοχή τους.

Η ψύχρα της ατμόσφαιρας διαπερνούσε το λεπτό μου ένδυμα, εισχωρώντας ύπουλα κάτω από τη σάρκα μου και τσακίζοντας τα κόκκαλά μου. Είχα ήδη αρχίσει να τρέμω...

Καθώς στεκόμουν εκεί, κρυμμένη πίσω από το χοντρό κορμό, οι φωνές των νεαρών καθώς τσούγκριζαν τα τσίγκινα μπουκάλια μπύρας που κρατούσαν στα χέρια τους και ζητωκραυγάζοντας από χαρά και ενθουσιασμό, ενώ ταυτόχρονα ήταν υπό την επήρεια και τη ζάλη του ποτού όπως δε δυσκολεύτηκα να καταλάβω, έκαναν τους ώμους μου να ζαρώσουν. Με τρομοκρατούσε όλη αυτή η οχλοβοή.

Το αίσθημα της αγοραφοβίας αναπήδησε μέσα μου, η όψη τους και μόνο με τρόμαζε, οι φωνές τους με πανικόβαλαν. Ήθελα απλά να μείνω κρυμμένη εκεί για το υπόλοιπο της νύχτας.

Όμως όχι, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Κάθε λεπτό έφερνε όλο και πιο κοντά στο προσκήνιο τη μοιραία εκείνη κατάληξη του αγοριού.

Έκλεισα τα μάτια, πήρα μία βαθιά ανάσα παραμερίζοντας και καταχωνιάζοντας όλους μου τους φόβους, για να βγω τελικά από τη προσωρινή μου κρυψώνα και να κατευθυνθώ προς τη φλόγα, εκεί όπου τελικά έμεινα να χάνομαι και να περιπλανιέμαι μέσα στο πλήθος.

Έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές και στραβοκατάπια, σύντομα όμως διαπίστωσα πως κανείς τους δεν έμοιαζε να με προσέχει.

Έσμιξα τα φρύδια και έμεινα να τους παρατηρώ όλους καθώς διασκέδαζαν, συμπεριφερόμενοι ακριβώς λες και είμαι ένα τίποτα, ένα φάντασμα. Κορμιά μετακινούνταν και απειλούσαν να με κατασπαράξουν, να πέσουν πάνω μου, να με λερώσουν με τα ποτά τους... Ένας από αυτούς, αρκετά ζαλισμένος από τη μέθη, έπεσε πάνω μου με ορμή, σωριάζοντάς με άχαρα και βίαια στο χωμάτινο έδαφος.

Έβγαλα μια έντονη κραυγή πόνου και αγκάλιασα τον πληγωμένο μου καρπό. Εκείνος έμοιαζε να αιφνιδιάζεται αρκετά τη στιγμή που άρχισε να ψάχνει με μανία τριγύρω σα χαμένος. «Εδώ είμαι, κόπανε», ψέλλισα οργισμένη, μα δεν πτοήθηκε, ίσως να μη με άκουσε κιόλας. Τι στο καλό συμβαίνει;

Ο χειρότερος Εχθρός μουKde žijí příběhy. Začni objevovat