Κεφάλαιο τριακοστό πρώτο

2.1K 196 35
                                    


Οι ακτίνες του ήλιου με τυφλώνουν καθώς ανοίγω τα μάτια μου και συνειδητοποιώ ότι δεν βρίσκομαι πια στην σκοτεινή ταράτσα. Το γνωστό άρωμα πλημμυρίζει τα πνευμόνια μου και χαμογελώ στιγμιαία. Σηκώνω το κορμό μου από τα παπλώματα και τα μαξιλάρια του κρεβατιού του Μιχάλη. Γυρίζω και παρατηρώ την γυμνή πλάτη του και το γαλήνιο πρόσωπο που καλύπτεται από κάποιες τούφες του. Κοιτάζω την ακτίνα του ηλίου που πέφτει πάνω στις παλάμες μου. Περιεργάζομαι το φως μέχρι που μου έρχεται φλασιά τι έχει γίνει. 

Νιώθω τα μάγουλα μου να καίγονται και με την δεξιά παλάμη μου αγγίζω το ένα από τα ζυγωματικά μου. Αναμνήσεις από την χθεσινή νύχτα έρχονται ξανά στο μυαλό μου και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα. Ο λαιμός μου καίει από τα μονοπάτια φιλιών του. Νιώθω τις παλάμες του γύρω από τους μηρούς μου ακόμα. Κοιτάζω το σώμα μου κάτω από τα σκεπάσματα. Φοράω μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα. Την μπλούζα του.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και μια ανατριχίλα διαπερνάει την ραχοκοκαλιά μου μόλις οι πατούσες μου αγγίξουν το κρύο ξύλινο δάπεδο. Το βλέμμα μου πέφτει κατευθείαν σε μία σακούλα στην άλλη άκρη του δωματίου. Είναι από το μαγαζί της κ.Δάφνης. Το πλησιάζω προφανώς απορημένη και κοιτάζω το περιεχόμενο της. Ένας καινούριος καμβάς και πινέλα με χρώματα. Μαγεύομαι απευθείας και χωρίς να το σκεφτώ παραπάνω τα πιάνω στα χέρια μου. Αποφασίζω να καθίσω στο πάτωμα οκλαδόν. Ανοίγω με προσοχή τα χρώματα. Τοποθετώ πάνω στην παλέτα αυτά που χρειάζομαι. Αφήνω τα πινέλα κάτω στο πάτωμα και παρατηρώ τον Μιχάλη που κοιμάται για λίγο. Χαμογελάω άλλη μια φορά και ύστερα αφήνω τις αναμνήσεις μου να συνεργαστούν με τα ακροδάχτυλα μου. Κλείνω τα μάτια μου και εικόνες από την χθεσινή βραδιά αποτυπώνονται ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Το χέρι μου αρχίζει να κινείτε πάνω στο άσπρο καμβά και απλώνει το σκούρο μαύρο χρώμα. 

{...}

"Άλεξ; Η φωνή του με ξυπνάει από τον λήθαργο μου.

"Καλημέρα."  Λέω και κοιτάω τον τελειωμένο καμβά μπροστά μου. Έχουν περάσει ώρες από τότε που τον άρχισα. 

"Τι ώρα ξύπνησες;" Το αγουροξυπνημένο πρόσωπο του σε συνδυασμό με την βραχνιασμένη χροιά του με κάνει να δαγκώσω τα χείλη μου. Αφού δεν παίρνει απάντηση πιάνει το κινητό του από το κομοδίνο και κοιτάει την ώρα. 

"Τηλεφώνησα στον μπαμπά μου πριν." Ψελλίζω ενώ σηκώνομαι από το πάτωμα και αφήνω την ζωγραφιά κάτω.

AlexWhere stories live. Discover now