ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31

Start from the beginning
                                    

Η πλάση άρχισε πάλι να μεταβάλλεται τη στιγμή εκείνη κάτω από τα πόδια μου, τα πάντα για ακόμη μία φορά γύριζαν, για να βρεθώ τελικά και πάλι χωμένη μέσα σε διάσπαρτες εικόνες. Ίσως και να ήταν αναμνήσεις, κατάφερα να σκεφτώ λίγες στιγμές αργότερα... Τόσες πολλές, τόσο διαφορετικές...

Αισθανόμουν ότι βάδιζα στη ροή μίας χρονικής πορείας, εξερευνώντας το φάσμα της ύπαρξης μιας ολόκληρης ζωής.

Η επόμενη στάση έγινε σε εκείνο το γραφικό σοκάκι.

Μία μικρή ταμπέλα με γαλλικά καλλιγραφικά γράμματα μετακινούνταν διακριτικά από το ζεστό αεράκι, το οποίο με τη σειρά του προσπερνούσε τα υγρασιασμένα φύλλα του πυκνού θάμνου που βρισκόταν σε κείνη την γλάστρα με τα ζωηρά χρώματα και έτρεχε βιαστικά προς το καπέλο της κοπέλας με τα κατάμαυρα, μακριά μαλλιά, λίγο πιο πέρα, παρασέρνοντάς το.

Είδα αυτή την ίδια κοπέλα, η οποία όμως ήταν ηλικιακά μεγαλύτερη, να σηκώνει τα λεπτά της δάχτυλα και να πιάνει με κινήσεις προσεγμένες το ψάθινο καπέλο της προτού αυτό φύγει από τη θέση του, την ίδια στιγμή που χαμογελά τρυφερά στο αγόρι το οποίο βρισκόταν ενώπιών της και στηριζόταν στον όμορφο, δομημένο από πολύχρωμα τούβλα, τοίχο. Ανταποδίδει εκείνος το χαμόγελο με ζήλο και σφίγγει τελικά τις λαβές του γύρω από τη λεπτή της μέση, ενώ ταυτόχρονα τη τραβά προσεκτικά κοντά του και χαρίζει ένα παθιασμένο φιλί στα ζουμερά και γεμάτα ζωή χείλια της.

Η εικόνα έφυγε ξανά μακριά μου, και μαζί με αυτή την εικόνα έφυγαν και όλα τα χαρούμενα χρώματα και οι μυρωδιές και οι μαγευτικοί ήχοι και η γαληνεμένη ατμόσφαιρα.

Όταν κυριάρχησε η επόμενη ανάμνηση, τα πάντα ήταν βουτηγμένα σε μία μουντή, μονότονη μελαγχολία.

Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι... Ένα τόσο μεγάλο κρεβάτι, που χωρούσε σίγουρα άλλα δέκα άτομα σαν αυτή. Τα σκεπάσματα την έκρυβαν, ήξερα όμως ότι ήταν εκείνη κάτω από αυτά. Το δωμάτιο είχε τις ίδιες μεγάλες διαστάσεις, τα χρώματα ανέρχονταν σε εκρού, καφέ και μπεζ. Τα πάντα εδώ μέσα παρέπεμπαν σε παλάτι, κι εκείνη δε θα μπορούσε να είναι τίποτα λιγότερο από μία πριγκίπισσα. 

Ο φωτισμός όμως ήταν σχεδόν ανύπαρκτος, ελάχιστες παραπάνω αχτίδες όμως από κερί έρχονταν έξω από τη ανοιχτή χαραμάδα της πόρτας μαζί με αυτούς τους χαμηλόφωνους, ανήσυχους ψιθύρους. Ήταν ψίθυροι των γονιών της. 

Ο χειρότερος Εχθρός μουWhere stories live. Discover now