ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Start from the beginning
                                    

Σηκώνομαι με πόδια τρεμάμενα και απομακρύνομαι χωρίς να δώσω έκταση στο θέμα.

Πάσχισα να κρύψω το πρόσωπό μου καθώς περνούσα τη στιγμή εκείνη πίσω από μαθητές οι οποίοι τραβούσαν αναμνηστικές φωτογραφίες με κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου που περνούσε, ενώ πλέον έτρεχα σχεδόν.

Οι πατούσες μου έτσουζαν και οι γρατζουνιές όλο και πολλαπλασιάζονταν πάνω στην ευαίσθητη σάρκα μου.

Αναστέναξα καθώς απομακρυνόμουν τώρα από την άλλη μεριά της φωτιάς.

Πώς θα βρω το αγόρι; Υπήρχε τόσος πολύς κόσμος εδώ πέρα για να συνεχίσω έτσι άσκοπα την αναζήτηση. Καμία από τη μορφή αυτών των παιδιών δεν ταυτιζόταν με τη δική του πολύ ιδιαίτερη όψη. Ο τόπος του εγκλήματος ήταν αμφιλεγόμενος, θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε σημείο μέσα στο δάσος.

Όχι οποιοδήποτε... Ήταν η φωνή του Λίαμ που με έκανε να τιναχτώ.

Ανατριχίλα διέσχισε σαν αστραπή τη ραχοκοκαλιά μου, κάνοντάς με να ριγήσω. Ο ήχος της μελωδικής του φωνής μέσα στο κεφάλι μου έμοιαζε πολύ πιο αλλόκοτος και παράξενος έπειτα από όλα όσα συνέβησαν αυτό το βράδυ. Είχα αρχίσει μάλιστα, για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, να τρομάζω στην ιδέα της ύπαρξης αυτής της περίεργης και άκρως εξωπραγματικής οντότητας...

Δεν είχα όμως τον απαραίτητο χρόνο για να τα συλλογιστώ όλα αυτά, καθώς έντρομη διέκρινα το μαύρο χρώμα του ουρανού πάνω από το κεφάλι μου να σπάει σε εκείνο το χαρακτηριστικό σκούρο μπλε...

Χάραζε...

Κρύος ιδρώτας έκανε τώρα την εμφάνισή του τόσο στο κάθιδρο μέτωπό μου όσο και στις παλάμες μου που ήταν πια καλά κλειστές γροθιές.

Τότε είναι που θυμήθηκα....

Πρέπει να βρω το μεγάλο, γέρικο δέντρο με τα κόκκινα φυλλώματα!

Άρχισα να τρέχω, πασχίζοντας να αντικρίσω τον αυγερινό πίσω από όλα αυτά τα κλαδιά, ούτως ώστε να τον χρησιμοποιήσω σαν πυξίδα. Ήταν ο προσωπικός μου καθοδηγητής. Τα δέντρα ήταν πολλά και πυκνά, δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο την αποστολή μου.

Τότε όμως τρύπησε τα αυτιά μου εκείνο το έντονο και πέρα για πέρα παρανοϊκό γέλιο. «Είσαι απίστευτος ρε μαλάκα. Και αυτή πώς αντέδρασε;», άκουσα το μεγαλόσωμο παιδί να ψελλίζει αλλοπαρμένο, κατεβάζοντας άλλη μία τζούρα από το τσιγάρο του.

Καμία σημασία δεν έδωσα στα λόγια τους και σε αυτούς τους ίδιους, ούτε αυτοί σε μένα όπως όλοι οι υπόλοιποι άλλωστε. Παρόλα αυτά τράβηξαν τόσο την προσοχή μου ώστε να στρέψω το κεφάλι προς τη μεριά τους και να διακρίνω τελικά, πέρα, εκεί στο βάθος και κάτω από την ελαφριά ομίχλη της υγρασίας, τα χαρακτηριστικά αυτά φύλλα του δέντρου που αναζητούσα...

Ο χειρότερος Εχθρός μουWhere stories live. Discover now