Ε ί κ ο σ ι ε ν ν ι ά | Υ γ ρ ό ς

6.5K 485 33
                                    



Κουνώ το κεφάλι μου ανάμεσα στην πετσέτα ξανά. Τα χέρια μου είναι ακόμα λίγο νωπά στις άκρες. Επιτέλους βγαίνω από το μπάνιο και μυρίζω μια απαλή αίσθηση καπνού. Κοιτώ προς το μέρος του Τζούντα. Κάθεται έξω στην βεράντα , καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Όταν με βλέπει, φτιάχνεται και σηκώνεται όρθιος.

«Μια βόλτα με το σκάφος;» ρωτά

Τυλίγω τα μαλλιά μου σε έναν κότσο.

«Σίγουρα,» χαμογελώ.

Παρατηρώ ότι το κινητό του μένει παρατημένο στην συρταριέρα. Προχωράει προς τα έξω πρώτος , με εμένα να τον ακολουθώ γρήγορα.

Είναι νύχτα, τώρα. Υπάρχουν περισσότερα αστέρια στην πλευρά αυτή του κόσμου.

Κοιτάζω επίμονα την πλάτη του Τζούντα. Παρακολουθώ τους ώμους του Τζούντα να ταλαντεύονται μπρος πίσω καθώς περπατάει μπροστά. Βλέπω τον αέρα να σηκώνει το ύφασμα του μαύρου T-shirt του. Βλέπω την ανατριχίλα να μεγαλώνει κάτω από το μπλεγμένα σχεδιασμένο του δέρμα. Δεν μπορώ παρά να νιώσω μια έξαψη, έτσι προχωρώντας από πίσω του. Τα πάντα σχετικά με αυτόν τον άντρα....δεν μπορώ ποτέ να σκεφτώ ευπρεπώς.

Μένω ήσυχη, καθώς προχωράμε προς την παραλία. Υπάρχει ένα μικρό μηχανοκίνητο σκάφος να κουνιέται πέρα δώθε στα κυματώδη νερά. Πηδάω μέσα και ρίχνω μια ματιά στα λαστιχένια καθίσματα. Ο Τζούντα αρχίζει με το να βγάλει το χοντρό σκοινί από το μόλο και με το να τραβήξει την μηχανή. Στο τέλος, αυτή ανοίγει και το σκάφος μας οδηγεί απέναντι από τον κόλπο. Προσπαθώ να φτιάξω τον άνω κάτω κότσο μου ενάντια στον άνεμο. Μόνο όταν η ακτογραμμή αρχίζει να συρρικνώνεται, αγχώνομαι. Γυρίζω και κοιτάζω τον Τζούντα. Το χέρι του μας κατευθύνει.

«Τζούντα!» φωνάζω λόγω του αέρα. Τα μάτια του πέφτουν πάνω μου. «Δεν έχουμε σωσίβια.»

Εκείνος γυρίζει το κεφάλι του ξανά προς τον ωκεανό και λέει, «Δεν χρειαζόμαστε σωσίβια.»

Κατσουφιάζω και χώνω τα χέρια μου ένα σε κάθε πλευρά της θέσης μου. Ο ουρανός γίνεται μαύρος. Το νερό γίνεται μαύρο. Ακριβώς, όπως και ο άντρας που κάθεται από πίσω μου. Σκοτεινός και ατέλειωτος.

«Γ-Γιατί πηγαίνουμε τόσο μακριά;» ρωτώ, έχοντας μαλλιά να μπαίνουν μες στο στόμα μου.

«Φοβάσαι;» με ρωτά εκείνος.

Διώχνω τις τούφες μαλλιών μου μακριά και κουνώ το κεφάλι μου. Φοβάμαι. Μπορώ να κολυμπήσω... σε μία πισίνα, όχι σε ωκεανό. Η ετοιμόρροπη μούρη του κινητήρα, η ανεμώδης ταχύτητα, η μέση του πουθενά, περικυκλωμένοι από βαθιά νερά, η παρουσία του Τζούντα. Ο καθένας θα φοβόταν. Ήταν ωραία, 5 λεπτά πριν, όταν είχα ακόμα στην όραση μου, το φως του σπιτιού.

Bad Boy Judah (greek translation)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα