Τα ξένα φιλιά βρωμάνε

199 22 176
                                    

Το σκοτάδι κυριαρχούσε στο χώρο, με μόνο φως εκείνο της λάμπας από το κομοδίνο που υπήρχε στη μεριά της. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, με το λευκό σεντόνι να καλύπτει το σώμα του από τη μέση και κάτω. Κάπνιζε το τσιγάρο του και κοιτούσε το ταβάνι, έχοντάς τη ξαπλωμένη μπρούμυτα δίπλα του. Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα κάτω από το μαξιλάρι και τα ξανθά μαλλιά της απελευθερώνονταν αρμονικά στην πλάτη της.

Τον παρατηρούσε εκατοστό το εκατοστό. Κοιτούσε επίμονα το πρόσωπό του, τους μύες του, τους κοιλιακούς, τις φλέβες στα χέρια του. Σκέψεις περνούσαν σαν τρένο στο μυαλό της με καμία να μην επικρατεί κυρίως, αλλά όλες, ως σύνολο να δημιουργούν ένα αποτέλεσμα. Να την μπερδεύουν.

Τι όμορφος που είναι...
Τον αγαπάω...
Ναι, αλλά έχεις άντρα.
Πώς το κάνω αυτό στον Ανδρέα;
Τι θα πει η Ραφαέλλα όταν μεγαλώσει, αν μάθει τι κάνω;
Έχω παρατήσει το παιδί μου μόνο του, κι εγώ καλοπερνάω...
Απαίσια σύζυγος, απαίσια μάνα...

«Τι σκέφτεσαι;», άκουσε τη βραχνή και σιγανή φωνή του να τη ρωτάει.

Το βλέμμα της κινήθηκε αστραπιαία στα μάτια του. Του χαμογέλασε. «Τη μικρή. Λογικά θα την έχει κοιμήσει τώρα η μητέρα μου...»

Ο Φίλιππος γύρισε στο πλάι, στηρίζοντας το κεφάλι του στο χέρι του. Το τσιγάρο βρισκόταν μεταξύ του δείκτη και του μέσου του. «Πρώτη φορά που κοιμάσαι μακριά της;»

«Όχι, απλά πρώτη φορά που την αποχωρίζομαι, αλλά δεν είναι λόγω της δουλειάς. Νιώθω λίγο τύψεις που την έχω αφήσει μόνη της, αλλά είναι για την ασφάλειά της».

«Ακριβώς μωρό μου», της χάιδεψε απαλά το μάγουλο και τη φίλησε γλυκά. «Δεν μου έχεις πει, πώς τα πάτε με τη μητέρα σου;»

«Έχουμε αρχίσει να επιβιώνουμε...», είπε χαριτολογώντας.

«Δηλαδή;»

«Κοίτα... Προσπαθώ να τη συγχωρήσω, αλλά δεν καταπίνετε εύκολα. Απορώ με εσένα ειδικά, που είσαι άντρας, πώς το αντιμετώπισες όταν έμαθες ότι η μάνα σου ήταν πόρνη;»

Τον είδε να ξεφυσάει ελαφρά. «Δεν μπορώ να πω ότι εμάς μας το έκρυψε η μάνα μας ποτέ... Βασικά, το μάθαμε μετά από έναν καβγά που είχε με τον πατέρα μου». Ακούμπησε απαλά τα μαλλιά της και τύλιξε μια τούφα της γύρω από τα δάκτυλά του, πριν συνεχίσει. «Άρχισε να την φωνάζει πουτάνα κατά τη διάρκεια του τσακωμού κι όταν σε κάποια φάση η Αναστασία του φώναξε να μην της μιλάει έτσι, εκείνος μας ξεφούρνισε την αλήθεια. Ακόμα θυμάμαι την έκφρασή της. Είχε κοκκινήσει και είχε σκύψει το κεφάλι της ενώ έκλαιγε... Πόσο πρέπει να είχε ντραπεί εκείνη την ώρα!»

Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιάΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα