Σ' αγαπώ

302 36 191
                                    

«Γιατί να σου πω και να μην σου δείξω;»

Η ερώτηση αυτή χτύπησε ένα καμπανάκι στ' αυτιά της. «Πολύ απειλητικός ακούγεσαι».

«Λίγη υπομονή Νεράιδα...»

Τα λεπτά περνούσαν αργά. Απολάμβανε τον παγωμένο αέρα από το κατεβασμένο της παράθυρο που χάιδευε απαλά το πρόσωπό της και την έκανε να σκέφτεται. Είχε μόλις σώσει το Νυξ από λουκέτο και ένιωθε πολύ όμορφα για αυτό. Άλλοι άνθρωποι θα της έλεγαν ότι μόλις βοήθησε έναν κακοποιό να ξεφύγει ή ότι σκέφτεται πολύ ρομαντικά ή ότι γίνεται συνένοχη. Όμως δεν ένιωθε έτσι.

Το Νυξ είχε γίνει δεύτερο σπίτι της πλέον, καθώς σχεδόν καθημερινά περνούσε πολλές ώρες της μέρας εκεί, είτε δουλεύοντας, είτε κάνοντας πρόβες. Ανακατευόταν και ασχολούταν πολλές ώρες με οικονομικής φύσεως ζητήματα, εξαιτίας της Αναστασίας, η οποία όταν δεν τραγουδούσε εξασκούσε τις γνώσεις της σχολής της επάνω στα λογιστικά βιβλία του μαγαζιού, ενώ επίσης περνούσε αρκετές ώρες με τον Φίλιππο, ώστε να έχει μυηθεί στα μικρά μυστικά κάθε νυχτερινού κέντρου.

Ήταν ένας χώρος στον οποίο, όσοι επικίνδυνοι άνθρωποι κι αν τριγυρνούσαν, εκείνη θα ένιωθε πάντα θαλπωρή, προστασία και ζωντάνια. Μέσα σε εκείνον το χώρο είχε αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση από πριν, δεν φοβόταν πλέον να πει την άποψή της για το οτιδήποτε, μπορούσε να υψώσει ανάστημα και να χειριστεί μια κατάσταση μόνη της, σωστά.

Το Νυξ ήταν πολλά περισσότερα από ένα νυχτερινό κέντρο για εκείνη.

Το αμάξι χαμήλωνε ταχύτητα σιγά σιγά, όσο έμπαιναν σε έναν μικρό οικισμό. Όσο περνούσαν τα κτίρια, ο δρόμος τους έβγαλε σε μια μεγάλη στροφή. Ο Φίλιππος γύρισε το τιμόνι με την παλάμη του χεριού του συνεχόμενα, τονίζοντας τις φλέβες του χεριού του και η Θάλεια έχασε έναν χτύπο. «Αυτό τώρα έπρεπε να το κάνεις, γιατί ας πούμε;», τον ρώτησε ξέπνοα. Γύρισε και την κοίταξε με ένα μικρό μειδίαμα στα χείλη. Έπιασε την μικρή τούφα που έπεφτε μονίμως στα μάτια της και την πέρασε πίσω από το αυτί της γρήγορα, πριν επαναφέρει πάλι την προσοχή του στο δρόμο.

Μετά τη μεγάλη τους βόλτα επανήλθαν στο κέντρο, ξανά. Το ασημένιο αμάξι σταμάτησε κάτω από μια πολυκατοικία. Βγήκε από τη θέση του οδηγού και έκανε το γύρο του αμαξιού για να φτάσει στη δική της πόρτα. Την άνοιξε και της έδωσε το χέρι του για να κατέβει. Η Θάλεια το πήρε και χαμογέλασε στην κίνησή του.

Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιάWhere stories live. Discover now