Αποκάλυψη

233 33 114
                                    

Καθόταν στο σαλόνι και διάβαζε ένα από τα βιβλία που του είχε δώσει η Δέσποινα. Τον είχε προκαλέσει να το διαβάσει ολόκληρο μέσα σε τρεις μέρες. Εντάξει, τετρακόσιες είκοσι σελίδες ήταν, τι στο καλό;

Το τηλέφωνο χτύπησε. Σηκώθηκε από τη θέση του και προχώρησε προς τα εκεί με το βιβλίο στα χέρια. Το σήκωσε και το έβαλε στο αυτί του. «Παρακαλώ;»

«Μωρό μου;»

Χαμογέλασε στο άκουσμα της φωνής της. «Τι έγινε λουλούδι μου, σου έλειψα;»

«Πολύ», του απάντησε γλυκά. «Δεν σε πήρα όμως για αυτό».

«Πες μου».

«Μπορείς να έρθεις από το σπίτι μου; Θέλω να σου πω κάτι σοβαρό».

«Δεν μπορείς να μου το πεις από το τηλέφωνο;»

«Όχι».

Ξεφύσησε ελαφρά. «Εντάξει μικρή μου πεισματάρα. Σε είκοσι λεπτά είμαι εκεί». Έκλεισε το τηλέφωνο και άρπαξε το μπουφάν του. Φόρεσε γρήγορα τα μποτάκια του και βγήκε έξω. Καβάλησε το μηχανάκι και χάθηκε στο σκοτάδι.

***

Ξημερώματα, 25 Δεκεμβρίου 1990

Η Θάλεια καθόταν στον καναπέ και τραβούσε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Η ανάσα της ήταν βαριά και ακανόνιστη, το πρόσωπό της κατακόκκινο από τα νεύρα και τα ρούχα της ακόμα βρεγμένα. Η Δόμνα στεκόταν όρθια κοιτώντας το αναμμένο τζάκι, χωρίς να μιλά.

«Γαμώ το κέρατό μου, λέγε επιτέλους! Μίλα! Απαιτώ εξηγήσεις!». Η σιωπή παρέμεινε αγέρωχη και άθραυστη για λίγη ώρα έως ότου αποφάσισε πως εδώ που έφτασαν τα πράγματα δεν μπορούσε να κρύβεται πια.

«Η Ρόζα μας παράτησε και έφυγε όταν ήμουν οκτώ χρονών. Εμένα, τον πατέρα μου και τη γιαγιά μου, την μητέρα της. Άφησε πίσω της δύο σημειώματα. Ένα για τον πατέρα μου και ένα για μένα. Μου έγραψε πως φεύγει γιατί δεν αντέχει άλλο, αλλά ότι θα γυρίσει να με πάρει μαζί της. Μέχρι τότε όμως, θα έπρεπε να παραμείνω η πανέμορφη, καλοσυνάτη, υπάκουη και πιστή κόρη που πάντοτε ήμουν. Δεν γύρισε ποτέ. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ σκληρός άνθρωπος που ποτέ του δεν ήθελε κόρη και που πάντα κατηγορούσε εκείνη για το ότι δεν απέκτησε γιο. Είχε μείνει άλλες πέντε φορές, μετά τη γέννα μου, έγκυος και τα είχε χάσει όλα. Από τότε ο πατέρας μου άρχισε να έχει πολύ καλή σχέση με την κάβα του σπιτιού μας. Η γιαγιά μου με μεγάλωσε. Της είχα μεγάλη αδυναμία. Βέβαια... Δεν άντεξε πολύ. Δύο χρόνια μετά πέθανε. Θάλεια την έλεγαν... Υποθέτω πως, τώρα σου λύθηκε η απορία του από πού πήρες το όνομά σου. Από τότε ξεκίνησε το μαρτύριο».

Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιάWhere stories live. Discover now