Ανοιχτοί Λογαριασμοί

313 32 211
                                    

Η Καλλιόπη ήρθε από την κουζίνα με τον δίσκο με τις κούπες στα χέρια. Τις άφησε πάνω στο τραπέζι και κάθισε στον καναπέ μαζί με τη Δόμνα και την Όλγα. Ήταν τόσο όμορφο το ότι και πάλι μετά από τόσα χρόνια ήταν όλες μαζί. Χαμογελούσαν και ψιθύριζαν αστεία η μία στην άλλη ξανά όπως τότε.

«Λοιπόν, αρχίζουμε», είπε ο Θωμάς πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του. Είχαν μαζευτεί όλοι από νωρίς στο σπίτι που έμεναν η Καλλιόπη και η Αναστασία για να συζητήσουν για το τι έπρεπε να γίνει σχετικά με την έρευνα. Ο Φίλιππος είχε κοιμηθεί εκεί από το προηγούμενο βράδυ και είχαν καταφθάσει ο Θωμάς με την Εκάβη, αλλά και η Δόμνα με την Όλγα. «Ο Χρήστος έχει καταγράψει τα πάντα σχετικά με την έρευνα. Ο τύπος που βίασε τη Φωκά λέγεται Μηνάς Αγγελιδάκης και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Βέβαια δεν ξέρουμε πότε βγήκε από τη φυλακή, ούτε για πόσα χρόνια».

«Ο Χρήστος δεν πρόλαβε να πάρει τα τελευταία χαρτιά της δίκης», πρόσθεσε η Δόμνα.

«Δεν έχεις κάποιο τρόπο να μάθεις αν είναι ακόμα στη φυλακή;», τον ρώτησε η Όλγα.

«Το μόνο μέρος που δεν έχουμε άκρες είναι οι φυλακές», τους απάντησε η Εκάβη.

Τα βλέμματα της Καλλιόπης και της Αναστασίας καρφώθηκαν στο ίδιο πρόσωπο με το ίδιο πονηρό χαμόγελο. «Ήρθε η ώρα σου!», φώναξε η μαυρομάλλα.

Ο Φίλιππος γέλασε με την ψυχή του. «Έχεις κάνει φυλακή;», τον ρώτησε η Εκάβη.

«Για να κάνω φυλακή πρέπει να με πιάσουν. Και για να με πιάσουν πρέπει να είμαι ηλίθιος. Δεν με έχουν πιάσει ακόμα...», της απάντησε κλείνοντάς της το μάτι. Σηκώθηκε από τη θέση του και προχώρησε στη σερβάντα όπου βρισκόταν το σταθερό. Πληκτρολόγησε τον αριθμό και περίμενε. Λίγα λεπτά αργότερα η κλήση απαντήθηκε.

«Παρακαλώ;»

«Καλημέρα σας, φυλακές Κορυδαλλού;», ρώτησε με τη φωνή του να γίνεται αυστηρή και επιβλητική.

«Μάλιστα».

«Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Αλεξανδρή».

«Ποιος τον ζητεί;»

«Φίλιππος Μεταξάς». Τον άφησαν στην αναμονή για λίγο και εκείνος έκανε νόημα στον Θωμά να του πάει το χαρτί που κρατούσε. Η γραμμή συνδέθηκε ξανά.

«Σε ακούω».

«Καλημέρα και σε εσένα Γιαννάκη!», απάντησε εύθυμα.

«Λέγε γρήγορα».

«Α δεν θέλω βιασύνες, δεν θέλω βιασύνες!»

Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιάWhere stories live. Discover now