11. Της νύχτας τα καμώματα

7.7K 478 344
                                    

Το σπίτι ήταν άδειο, τεράστιο και τόσο ήσυχο εκείνο το βράδυ. Αφού έκανε ένα χαλαρωτικό μπάνιο, η Λίζα άρχισε να περιφέρεται ξυπόλυτη, αφήνοντας το μάρμαρο να δροσίζει τις πατούσες της. Στο δικό της σπίτι ποτέ δε θυμάται να επικρατεί η απόλυτη ησυχία.

Άντρες του πατέρα της πήγαιναν και ερχόντουσαν, η φύλαξη ήταν παντού και το προσωπικό στο σπίτι πολυάριθμό. Ο Μαξ από την άλλη ήθελε αυστηρά την ιδιωτικότητά του. Φύλαξη υπήρχε μα ήταν διακριτική και περιορίζονταν στην εξωτερική περίμετρο, ενώ το προσωπικό έκανε την εμφάνιση του μερικές φορές την εβδομάδα και πάντοτε πρωινές ώρες.

Από τη μία αυτό άρεσε και στη Λίζα, αλλά από την άλλη αυτή η νεκρική σιγή ένιωθε πως την τρέλαινε. Επικρατούσε ένα μισοσκόταδο, με το φως να προέρχεται κυρίως από έξω και η ίδια δεν άναψε τα φώτα. Αισθανόταν κάτι περίεργα μυστικιστικό και ήσυχο που υπάρχει μονάχα τα βράδια.

Τα βιογραφικά που έστειλε ακόμη δεν είχαν ανταπόκριση μα ήταν πολύ νωρίς και δεν έχανε την πίστη της.

Πέρασε μέσα στο σαλόνι βαδίζοντας νωχελικά, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, ίσως για να φτιάξει ένα τσάι μήπως και τη βοηθήσει να κοιμηθεί, την ίδια ώρα που άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα.

Ένιωσε το σώμα της να τσιτώνεται και για κάποιον λόγο πάγωσε στη θέση της. Έριξε μια ματιά στο ρολόι και ήταν ήδη περασμένες τρεις. Έπρεπε να χωνέψει ότι συγκατοικούσε κάτω από την ίδια στέγη με τον άντρα της, ο οποίος δεν ήταν σχεδόν ποτέ σπίτι.

Δεν μπορούσε να ξεχάσει την παρουσία του, αλλά αισθανόταν περίεργα όταν έπρεπε να τον συναναστραφεί.

Ο Μαξ μπήκε μέσα στον χώρο κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Είχε αποχωριστεί το σακάκι του και τα δύο πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του ήταν ξεκούμπωτα. Πέταξε τα κλειδιά του αμαξιού πάνω στο έπιπλο που βρίσκονταν δίπλα από την πόρτα και το βλέμμα του βρήκε το δικό της μόλις ξεκίνησε να βγάζει τα παπούτσια του.

Για μια στιγμή οι κινήσεις του σκάλωσαν, μα τελικά συνέχισε αυτό που έκανε. Λες και ακόμη δεν είχαν συνηθίσει ο ένας την παρουσία του άλλου και έμοιαζε με εισβολέα στον χώρο του.

«Δεν κοιμάσαι;» της απηύθυνε τελικά τον λόγο.
Η φωνή του είχε κάτι μεστό και μπάσο και μια παράξενα ευχάριστη αίσθηση.

Η Λίζα κούνησε απλώς το κεφάλι της αρνητικά μα δεν κουνήθηκε από τη θέση της. «Πήγαν όλα καλά;»

The VowWhere stories live. Discover now