2. Η πρόταση

6.1K 473 118
                                    

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με τους καλύτερους οιωνούς μιας και στον ουρανό της Μόσχας είχε βγάλει επιτέλους έναν λαμπερό ήλιο. Παρά το απείραχτο και καθαρό γαλάζιο, η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα λιγάκι ψυχρή ειδικά όταν έπεφτε ο ήλιος.

Τελείωνε ο Μάιος, μα φέτος άργησε σημαντικά να θυμίσει Άνοιξη και οι βροχές και η μουντάδα δεν τους άφηναν σε ησυχία. Η Λίζα δεν είχε πρόβλημα με αυτό. Προτιμούσε το κρύο και το χιόνι. Της άρεσε να χαζεύει έξω από το παράθυρο μέσα από τη ζέστη του σπιτιού της και να είναι όλα απ' έξω ντυμένα στα λευκά.

Με το αχνιστό τσάι στο πλάι της και το τετράδιο του σκίτσου ακουμπισμένο στα γόνατά της, παιδευόταν από το πρωί με την πρόσοψη ενός κτιρίου που είχε σκεφτεί, μα δεν έλεγε να της βγει όπως το ήθελε. Είχε μεσημεριάσει και πλησίαζε η ώρα του φαγητού μα έμπαινε στον πειρασμό να μην κουνηθεί από εκεί μέχρι να το τελειώσει.

Άφησε την ανάσα της να βγει παραιτημένα την ίδια ώρα που άκουσε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα.

«Ναι;»

Η Τατιάνα Βολκόβα, η μητέρα της, πέρασε μέσα με τα καστανά μαλλιά της λυτά στη μια μεριά του ώμου της και τη ρόμπα δεμένη σφιχτά μπροστά της. Η επιβλητική κορμοστασιά της κάλυψε το οπτικό πεδίο της Λίζας που άφησε το τετράδιο στο πλάι και ανακάθισε.

«Πάλι ζωγραφίζεις;» την ρώτησε και κάθισε δίπλα της στο στρώμα ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο τετράδιο μπροστά της.

Η Λίζα απέφυγε να απαντήσει και απλώς κοίταξε τα γαλάζια, καθαρά μάτια της μητέρας της και χαμογέλασε.

«Πως και είσαι με τη ρόμπα;» η μητέρα της συνήθως ήταν στην τρίχα από την ώρα που ξυπνούσε. Σπανίως τη θυμάται άβαφη και απεριποίητη, ποτέ με φόρμες. Αν ήθελε να είναι άνετη καμιά φορά ίσως να φορούσε τις σατέν μακριές της νυχτικιές πάντα με ασορτί ρόμπα.

Το μανικιουρισμένο χέρι της χάιδεψε τον ώμο της κόρης της τρυφερά και την κοίταξε με περηφάνια. Έσυρε μερικές ξανθές τούφες πίσω από το αυτί της Λίζας και χαμογέλασε. Ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της και την αγαπούσε σαν τη ζωή της.«Είσαι πανέμορφη σαν νεράιδα Ελισαβέτα μου.» της είπε συγκινημένη.

Η Λίζα έσμιξε τα φρύδια της μα παρόλα αυτά χάιδεψε το χέρι της μητέρας της απαλά. Ήταν γενικά ευσυγκίνητη οπότε απέφυγε να την ρωτήσει τι την είχε πιάσει πάλι και προς τι αυτές οι αγάπες.

«Θα πάω να ετοιμαστώ τώρα, περιμένουμε κόσμο για φαγητό και θα ήθελα να είσαι ευπαρουσίαστη κι εσύ Λιζάκι μου.»

The VowWhere stories live. Discover now