71.Κασσανδρα•Το Τελος•

391 51 1
                                    

Λίγα χρόνια αργότερα.

Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και ήταν ωραία.Ήρεμα.

Η Ληδα έβλεπε παιδικά δίπλα μου και η μικρή κοιμόταν στην κούνια της.
Λίγα λεπτά ησυχίας.

Ανοίγει η πόρτα και πετάγομαι.
Ήταν ο Λευτέρης.

«Τι κάνουν οι γυναικάρες μου;!»ρωτάει και ανοίγει τα χέρια του.Η Ληδα σηκώνεται στο κρεβάτι και από εκεί πέφτει με φορά πάνω του.

«Μπαμπάκα ήρθες»λεει.
«Τι έγινε;Τι κάνετε εδώ;Τι κανεί η αδερφή σου;»ρωτάει και πάει πάνω από την κούνια της.
«Ήπιε γάλα και κοιμήθηκε πάλι.»
«Αυτό είναι καλό.Και η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου τι κάνει;»ρωτάει ενώ με κοιτάει.

«Κα...»
«Καλά είμαι Μπάμπα»με προλαβαίνει η Ληδα.

Γέλασα.
Είναι το κορίτσι του μπαμπά τι να κάνουμε.

Έρχεται και μου δίνει ένα φιλί ενώ αφήνει πάλι στον κρεβάτι την Ληδα και αυτή πάει στην θέση της να συνεχίσει τα παιδικά.

«Πως ήταν η μέρα σου σήμερα;»με ρωτάει.
«Καλά ζωή μου.Γάλα,γάλα και πάλι γάλα»του λέω γενικά πως ήταν όλη η μέρα μου.
«Κουράστηκες;»
«Εντάξει ήταν.Εσυ;Πως ήταν η μέσα σου γιατρέ της καρδιάς μου;»ρωτάω.

Εκείνος γελάει και έρχεται ξαπλώνει δίπλα μου και με παίρνει αγκαλια.
«Ήρεμη σχετικά σήμερα»απαντάει.

Εδώ και λίγα χρόνια είναι ο γιατρός της πόλης.
Και εννοώ ο πιο τέλειος γιατρός του κόσμου.

«Σήμερα θα έρθει η μαμά μου να προσεχεί τις μικρές.Θα βγούμε εγώ και εσυ»λεει και μου πειράζει την μυτη.
«Να βγούμε που;»
«Έχουμε επέτειο γάμου»λεει.

Σήμερα;
Ο Θεέ μου ναι σήμερα είναι.
Πως το ξέχασα;

«Και φυσικά το ξέχασες.Γιατί τέτοια γυναίκα έχω.Που θυμάμαι εγώ τις επετείους και όχι εσυ!»
«Πως μου ξέφυγε έτσι;»
Με φιλαει στο μέτωπο.
«Σε πειραζω.Δεν πειράζει που το ξέχασες.Γιατί θα βγούμε να φάμε κάπου ωραία.»
«Θα ήταν υπέροχο αυτό βασικά»λέω γιατί όσο και να τις αγαπάω,θέλω και να βγω μια βόλτα με τον άντρα μου.

Ευτυχώς έχουμε την μαμά του να μας βοηθάει όταν της το λέμε.Έγινε και μάνα μου κατά κάποιο τρόπο.Αφού εγώ δεν έχω.

Οι δικοί μου ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Ευτυχώς δηλαδή.
Δεν θέλω να τους ξαναδώ ποτε όσο ζω.

Η μικρή γκρίνιαξε και πήγα να σηκωθώ.
«Θα το κάνω εγώ.Ξεκουράσου εσυ»μου λεει και πάει πάνω από την κούνια και βάζει τα χέρια για να την πιάσει και να την βάλει στην αγκάλια του.

«Σοφακι μου;Ξύπνησες;Σε ξύπνησε η φωνή του μπαμπά;»της λεει εκείνος απαλα.
«Θέλω και εγώ να την δω!»φωναζει η Ληδα και πλησιάζει και αυτή κοντά τους.

Ο Λευτέρης με τα κορίτσια του.
Η πιο γλυκιά εικόνα του κόσμου για μένα.
Αυτό γαληνεύει την καρδιά μου.
Αυτό με κάνει να ξεχάσω όλα τα προβλήματα.

                                   ***

Μπαίνω στο μπάνιο και κλείνω την πόρτα απαλα να μην με ακούσει.

Βάζω το ακουστικό στο αυτί μου.

«Έλα Μαρία;Εγώ είμαι.Πως πάνε τα πράγματα εκεί;»ρωτάω.
«Κασσανδρα αφού παίρνεις κάθε δυο ώρες γιατί απλά δεν έρχεσαι εδώ να μην κουράζεσαι και ολας;»μου λεει.

Δεν πρόλαβα να απαντήσω.
Ανοίγει η πόρτα του μπάνιου,απλώνει το χέρι του καθώς με κοιτάει θυμώμενος,δίνω το κινητό και το βάζει στο αυτί.

«Μαράκι;Πήρε φωτιά το μαγαζί;Απωλησες κανέναν;Έπεσα κάνα ταβάνι στο μαγαζί;»την ρωτάει.
Γαμωτο πως με άκουσε που μπήκα εδώ;

«Όχι;ΤΕΛΕΙΑ!..»λεει και το κλείνει.

Με κοιτάει και περιμένω να μιλήσω.

«Μην με κοιτάς έτσι.Ήθελα απλά να δω αν πάνε όλα καλά!»
«Αγάπη μου.Όταν αφήνεις κάποιον υπεύθυνο τότε πρέπει να τον αφήνεις πραγματικά υπεύθυνο!»

Άφησα την Μαρία αυτούς τους μήνες για να αφοσιωθώ στην Σοφία αλλά πραγματικά το μυαλό μου είναι εκεί.Φοβάμαι μην γίνει κάτι και δεν είμαι εκεί.Αν και ξέρω ότι η Μαρία είναι πολύ ικανή πάλι δεν μπορώ να λείπω.

«Καλά.Δεν θα ξαναπάρω.»λέω.
«Και εγώ σε πίστεψα τωρα»λεει και γελάει.

Μου κάνει νόημα να πάω κοντά και όταν το κάνω με αγκαλιάζει.
«Το λέω για σένα ζωή μου οκ;Για να χαλαρώσεις.Να κανείς ένα διάλειμμα.Γιατί δεν έχεις σταματήσει για πολύ καιρο να δουλεύεις»
«Το ξέρω.Το ξέρω.Απλά να...»λέω και αναστενάζω.

Χαϊδεύει με το δάχτυλο την μέση μου.
«Είναι το μαγαζί του Σωκράτη και θέλω να είναι πάντα όλα τέλεια εκεί μέσα.Για εκείνον»λέω.

Μου άφησε και σπίτι και μαγαζί.
Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω.

«Στο άφησε εσένα.Από όλους.Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί;»
«Γιατί;»ρωτάω.
«Γιατί είσαι η πιο κατάλληλη για αυτό.Ήξερε τι έκανε ο Σω.Δεν θα άφηνε το μαγαζί που τρελενοταν για αυτό σε εσένα αν δεν ηξερε ότι θα τα καταφέρεις»

Έχει δίκιο.
Δεν θα το άφηνε.

«Λες να είναι περήφανος για το μαγαζί;»ρωτάει μετά και μου χαϊδεύει το μάγουλο.
«Και για το μαγαζί και για σένα.»λεει.

Γελάω με αυτό.
Μαρεσει αυτό.

Δεν υπάρχει μέρα που να μην τον σκεφτόμαστε.
Και εγώ και ο Λευτέρης και η Ολίβια και ο Θανάσης.
Ήταν μοναδικός.
Ήταν ξεχωριστός.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα