65.Ολιβια

377 57 0
                                    

Βάζω παπούτσια στην πόρτα.
«Αγάπη μου;Να σου βάλω να φας;»λεει η μαμά μου.
«Δεν πεινάω.Πάω να αφήσω λουλούδια στον Σωκράτη»λέω και βγαίνω από το σπίτι.

Παίρνω τα λουλούδια που είχα κόψει από τον πίσω κήπο και τα κράταγα σφιχτά.

Πάω λουλούδια.
Λουλούδια στον Σωκράτη μου.
Που πέθανε.
Που έφυγε μακριά.
Που δεν είναι πια εδώ.

***

Πάω να βάλω το στικάκι στο λαπτοπ αλλά δεν μπορώ.Απλά δεν μπορώ.Αυτό είναι το αντίο του και εγώ δεν θέλω να μου το πει.

Βλέπω την φωτογραφία του στο κινητό και δεν άντεξα άλλο.Άρχισα να κλαίω πάλι.

Το όμορφο προσωπάκι του...
Τα ματάκια του...

Γιατί Θεέ μου;Γιατί;Γιατί αυτόν;

Αρχίζει πάλι αυτό.Πάλι δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά.Πάλι δεν υπάρχει οξυγόνο γύρω μου.

Προσπαθώ να πάρω ανάσες όπως μου έδειξε ο Λευτέρης αλλά δεν μπορώ.

Πνίγομαι.
Νιώθω ότι πνίγομαι.

Βάζω αθλητικά και βγήκα έξω.Άρχιζα να τρέχω με όλη μου την δύναμη.Δεν ξέρω που αλλά έτρεχα λες και με κυνήγαγαν.Έτρεχα και έκλαιγα.Έτρεχα για να ξεχάσω.Έτρεχα για να θυμάμαι.
Δεν ξέρω πλέον.

Δεν κατάλαβα πως αλλα έφτασα σε λίγα λεπτά στην παραλία.Και τότε θυμήθηκα.

«Αν νιώσεις ότι πνίγεσαι και ότι όλα γύρω σου είναι πολλά τοτε θα πας στην παραλία.Θα κοιτάξεις την θάλασσα θα πάρεις μια ανάσα και θα νιώσεις αμέσως καλύτερα»

Ο Σωκράτης.Ο Σωκράτης με έφερε εδώ.

Κοιτάω την θάλασσα και παίρνω βαθιές ανάσες.
Και είχε δίκαιο.
Ένιωσα καλύτερα.

Ξαπλώνω κάτω στην άμμο.Εδώ που μας είπε την αλήθεια.Εδώ που καθόμασταν αγκαλια.

Γιατί Σωκράτη με άφησες;
Γιατί;

***

«Αγάπη μου έλα να φας μαζί μας!»φωναζει ο μπαμπάς από έξω από το δωματιο μου.
«Δεν πεινάω.Φατε εσείς»λέω.

Δεν κατεβαίνει τίποτα άλλωστε.

Κοιτάω την βιβλιοθήκη και πλησιάσω.
Ήταν όλα τέλεια.Στην σειρά.Όπως τα είχαμε φτιάξει με τον Σωκράτη.Τα δεκαρια πρώτα.

Πέρασαν πέντε μέρες.Πέντε μέρες χωρίς αυτόν αλλά μοιάζουν με μήνες.Μου λείπει τόσο.
Μου λείπει το πρόσωπο του.Μου λείπει η φωνή του.Το γέλιο του.Το άρωμα του.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now