47.Σωκρατης

342 51 6
                                    

Ανοίγω την πόρτα και μπαίνει μέσα καμαρωτά καμαρωτά.

«Αγάπη μου»λεει και αφήνει ένα φίλι στο μάγουλο μου.

Κλείνω την πόρτα και πέρπαταει μέχρι το σαλόνι.
Δεν εκπλήσσομαι που την βλέπω έδω.
Δεν απανταω τις τελευταίες μέρες το τηλέφωνο και το περίμενα ότι θα την δω μια μέρα εδώ.

«Μαμά;Πως και από τα μέρη μας;»ρωτάω.
«Δεν είναι καθόλου αστείο!Γιατι δεν σηκώνεις το τηλέφωνο σου;»
«Είχα δουλειες»απανταω.

Βγάζει τα γυαλιά ηλίου της.
«Νόμιζα ότι κάτι έπαθες»λεει.
«Αν είχα πεθάνει θα το είχες ακούσει μαμά.Κάποιος ξέρεις πρέπει να πληρώσει για την κηδεία»λέω.
«Σωκράτη σταματα!Δεν είναι καθόλου αστείο αυτό!»φωναζει τώρα.

Θα της πρόσφερα κάτι να πιει αλλά δεν έχω κάτι.

«Τι είναι μαμά;Ποιος ο λόγος επίσκεψης σου;»
«Ήθελα να δω αν είσαι καλά.Παίρνεις τα φάρμακα σου;Πας στον γιατρό;»
«Ναι μαμά ναι.Έκανες τόσο δρόμο για αυτό;»
«Έκανα τόσο δρόμο γιατί ήθελα να σε δω»λεει και της χαμογελάω.

Η μαμά μου το έμαθε σχεδόν στην αρχή για τον καρκίνο.Επέμενε ο μπαμπάς μου να το πω αλλά δεν ήθελα.Ποιος ο λόγος άλλωστε;

Και η μαμά μου νομίζει ότι δεν ξέρω,ίσως έχω κατάθλιψη ή κάτι τέτοιο.Και νομίζει ότι εφόσον παίρνω τα φάρμακα μου θα είμαι μια χαρά.
Δεν της το χαλάω.

«Πάμε κάπου να φάμε παρέα;Τι λες;»ρωτάει.
«Πάμε.Θα μείνεις το βράδυ;»
«Όχι όχι θα φύγω.Έχω και τον Μενέλαο μόνο του»λεει.
«Τότε θα κάτσουμε μια ώρα και θα φύγεις.Μην περιμένει ο Μενελεος και πολύ μόνος του»λέω και της κάνω νόημα να βγούμε έξω.

Εντομεταξυ Μενέλαος είναι το καναρίνι της.

Ναι.
Έχω τέτοια μάνα.
Που δίνει πιο πολύ αγάπη στο καναρίνι παρά στον γιο της.
Αλλά δεν βαριέσαι.Καλά να ναι.

                                       ***

Ανοίγω το δωματιο που το έχω κλειδωμένο μην το δει κανείς.

Φέρνω μέσα την ταπετσαρία και την κόλα.

Διαλέξα μια ταπετσαρία με λουλούδια.
Κορίτσιστικο έτσι;Αυτό σκέφτηκα και εγώ.
Ελπίζω να της αρέσει.

                                      ***

Πριν μπω μέσα στο μαγαζί βλέπω μια γνωστή φυσιογνωμία πιο εκεί μόνη της.

Ήταν η Ολίβια.Καθόταν σε μια γωνία μόνη της και έκλαιγε.

Και σπαράζει η καρδιά μου.
Πραγματικά.

Στιγμές σαν και αυτές μετανιώνω που το είπα.Από τότε που το έκανα δεν έχω κάτσει να μιλήσω με την Ολίβια φυσιολογικά.Γιατί όλο κλαίει.Και θέλω να της δώσω χρόνο και να την αφήσω στην ησυχία της να το βγάλει όλο αυτό γιατί πιστεύω θα βοηθήσει.

Αλλά θα βοηθήσει;
Η πρέπει απλά να πάω κοντά της;

Κάνω ένα βήμα και μετά σταματάω.
Νιώθω ότι πρέπει να την αφήσω και να έρθει εκείνη σε εμένα όταν είναι ετοιμη.

Άλλωστε δεν θα είμαι πάντα εδώ δίπλα της.

                                        ***

«Τι;Πως σου ήρθε αυτό;»ρωτάει ο Λευτέρης.
«Θέλει ένα φρεσκάρισμα.Γιατί όχι;»λέω.

Σκέφτηκα να βάψω το μαγαζί.Θέλω να είναι τέλειο.Να το αφήσω τέλειο στον επόμενο ιδιοκτήτη.

«Θα το κάνουμε εμεις.Εσυ δεν υπάρχει λόγος να κουραστείς»λεει η Κασσανδρα.

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Ολίβια.
«Γεια παιδιά»λεει και ρίχνει το πιο ψεύτικο χαμόγελο που έχω δει ποτέ στα χείλη της.

«Έλα Ολίβια.Έχουμε δουλειά σήμερα.Θα βάψουμε το μαγαζί»λέω.
«Τι;»ρωτάει.
«Εγώ θα επιβλέπω πιο πολύ γιατί σίγουρα θα τα κάνετε μαντάρα»τους πειραζω.
«Μην με προσβάλεις!»λεει ο Λευτέρης και παίρνει τα πινέλα στο χέρι.
«Τα ξεκινήσουμε με το ταβάνι.Θέλω τεράστια αλλαγή.»λέω και ανοίγω τα χρώματα.
«Και τι χρωμα θα το κανείς;»ρωτάει η Κασσανδρα και κάνω άκρη να δουν το χρωμα.

«ΓΑΛΑΖΙΟ;»ρωτάνε και οι τρεις μαζί.

Γελάω.
«Πως το βρήκατε ρε μπαγασες;»ρωτάω και σηκώνομαι.

Ο Θεέ μου με πονάνε τα γόνατα μου σήμερα...

«Γαλάζιο είναι κάπως περίεργο για ταβάνι πιτσαρίας»λεει η Κασσανδρα.
«Γαλάζιο γιατί;»ρωτάει η Ολίβια τώρα.

«Γιατί είναι το χρωμα των ματιών σου.Και έτσι έγινε αυτόματα το αγαπημένο μου χρωμα»της λέω.

Εκείνη βούρκωσε και οι άλλοι έβγαζαν επιφωνήματα.
Ίσως δεν έπρεπε να το πω αυτό έτσι;
Ναι μάλλον δεν έπρεπε.

«Το γαλάζιο τα σπάει με λίγα λόγια.Άντε ξεκινήστε.Θα σας πω αν δω κάτι να κάνετε λάθος»λέω και ανεβαίνω στον παγκο και κάθομαι και τους βλέπω που φτιάχνουν τα χρώματα και μαλώνουν για τα πινέλα και για το από που θα ξεκινήσουν.

Και γελάω με αυτήν την εικόνα.
Θα μου λείψει πιο πολύ από όλα.

                                      ***

Βλέπω που ο δικηγόρος ψάχνει τα χαρτιά του και περιμένω να τα βρει.

Όλο αυτό είναι περίεργο.
Τελείως κάπως κούλο.
Αλλα πρέπει να γίνει έτσι;

Πρέπει να ξεμπερδεψω με όλα από τώρα.

«Έτοιμος για την διαθήκη σας;»με ρωτάει.

Είναι ποτέ κανείς έτοιμος για αυτό άλλωστε;
Δεν νομίζω.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now