48.Κασσανδρα

288 48 0
                                    

Μπαίνει μέσα στο μαγαζί και τον βάζω να κάτσει σχεδόν με την βία σε μια άδεια καρέκλα.

Η Ολίβια δεν είναι εδώ έτσι είμαι μόνο με την Λευτέρη.
Αλλά θα τα ακούσει.

«Τι έγινε βρε παιδιά;Γιατί τέτοια συμπεριφορά;»ρωτάει και κοιτάει μια εμένα μια αυτόν.
«Και λίγα είναι τέτοιο γουρούνι που είσαι!»του λέω.
«Αν λετε για αυτό που δεν σας είπα τίποτα δεν είχα επιλογή οκ;Θα με σκότωνε ο Σωκράτης.Με το ζόρι μου συγχώρεσε τότε που μέθυσα στο κάτω κάτω»
«Δεν μπορούσες να πετάξεις καμία σπόντα με τρόπο ας πούμε;»ρωτάει ο Λευτέρης.
«Με κοροϊδεύεται έτσι;Εγώ δεν σας είπα να μην φύγετε εκείνη την μέρα;Προσπάθησα να σας το πω με τρόπο αλλά ήσασταν στην κοσμάρα σας!»

Τώρα που το σκέφτομαι κάτι κουλά πέταγε...

Ο Θεέ μου δεν ήταν και τόσο κουλά όσο το σκέφτομαι.

«Θανάση έπρεπε απλά να μας το πεις.Αν φεύγαμε;Ποτέ δεν θα το μαθαίναμε;»Ρωτάει ο Λευτέρης.
«Πολύ πιθανόν»απαντάει.

Εγώ αρα θα το είχα καταλάβει όταν θα είχαν φύγει τα παιδιά ή είμαι και εγώ στην κοσμάρα μου;

«Ο μπαμπάς του τι έκανε όταν το έμαθε;»ρωτάω επειδή ξέρω ότι ο Κύριος Μιχάλης θα τον πρόσεχε έτσι πρέπει και εμεις να το κάνουμε τώρα.
«Στεναχωρήθηκε αλλά δεν το έβαζε ποτέ κάτω.Έμαθε να μαγειρεύει νερόβραστα φαγητά,δεν τον άφηνε να κουράζεσαι,έβαζε υπενθυμίσεις για τα φάρμακα του,τον πήγαινε στα ραντεβού,στις εξετάσεις αίματος,στο νοσοκομείο.Μέχρι και στην Αμερική πήγαν.»λεει.
Αμερική;
Αυτό δεν το μάθαμε.

«Ποτέ;»ρωτάει ο Λευτέρης.
«Πριν λίγα χρόνια.Να πάρουν μια άλλη γνώμη από έναν καλό γιατρό εκεί.Έκατσαν κάνα μήνα.Έδωσαν τα κέρατα τους φίλε!Πολλα λεφτά έφυγαν εκεί.Όχι ότι τον ένοιαζε τον κύριο Μιχάλη αλλά ξέρετε»
«Και τι είπαν εκεί;»ρωτάω.
«Δυστυχώς τα ίδια»

Δεν μπορώ να το χωνέψω αυτό.

Μετά σήκωσε το κεφάλι του πάνω στο ταβάνι.
«Γαλάζιο;Ποιος βάφει το ταβάνι πιτσαρίας γαλάζιο;»ρωτάει και σηκώνουμε και οι δυο τα μάτια πάνω.

«Λεει ότι είναι το αγαπημένο του χρωμα»λεει ο Λευτέρης.
«Το χρωμα των ματιών της Ολιβιας»προσθέτω και καθόμασταν και κοιτάμε το ταβάνι και οι τρεις.

                                      ***

Μπαίνω στην κουζίνα μετά από ένα δίωρο ύπνο και δεν περίμενα να το δω αυτό.

Η Ληδα στα πόδια του Λευτέρη και με ένα κουτάλι αυτός να κάνει το αεροπλάνο και να την ταΐζει.

Αυτή η εικόνα είναι κάτι χαρούμενο μετά από τόσες μέρες άσχημες.

«Το αεροπλάνο περνάει γρήγορα και....φσσσσσσς μπαίνει στο στόμα της Λήδας...»λεει και βάζει το κουτάλι στο στόμα της και εκείνη τρώει και ευχάριστα και γελάει στο τέλος.
«Τι γίνεται εδώ πέρα;»ρωτάω και γυρνάνε να με κοιτάξουν.

«Καλώς την.Εδώ τρώμε»λεει.
«Τι κανείς εδώ;»ρωτάω ενώ χασμουριέμαι.
«Ήρθα να δω τι κάνετε.Είδα που σε πήρε ο ύπνος έτσι έκατσα με την μικρή για να κανεί και η μαμά της Ολιβιας καμία δουλειά»
«Γιατί δεν με ξύπνησες;»ρωτάω.
«Γιατί φαινόσουν πτώμα.Είπα να σε ξεκουράσω λίγο.Άλλωστε εμεις τα έχουμε βρει.Παίξαμε,πήγαμε βόλτα και τώρα τρώμε»λεει.

Είναι πολύ καλός σε οτι έχει να κάνει με την Ληδα.Δεν ξέρει τι κάνει πολλές φορές αλλά τα καταφέρνει μια χαρά για κάποιο λόγο.

Του δίνω ένα φιλί και μετά φιλάω και τα δυο μαγουλακια μου.

«Τι κανεί το ζουζουνακι μου;Τρως;»λέω και εκείνη ανοίγει το στόμα.
«Θέλει και άλλο φαγητό»λέω και εκείνος γελάει και την ταΐζει πάλι.

Έβαλα κάτι να φάω πριν πάω δουλειά και τους βλέπω από μακριά πως τρώγανε,παίζανε και ασχολιόντουσαν ο ένας με τον άλλον.
Και τους καμάρωνα.Το χρειαζόμουν.
Χρειαζόμουν να δω κάτι τέτοιο στα σιωπηλά.
Να δω ότι κάτι πάει και καλά έτσι για αλλαγή.

Ανοίγει η πίσω πόρτα και εμφανίζεται μια Ολίβια που δεν έχει το γύψο στο χέρι πια.

«Τι πηγές και έκανες...»της λέω.
«Δεν το ήθελα άλλο.Έπρεπε να το βγάλω»
«Ολίβια!Δεν είχαν περάσει οι 4 έβδομαδες...»λεει ο Λευτέρης.
«Καλά είμαι.Πάω να κάνω ένα μπάνιο»λεει ανέκφραστη και χάνεται.

Κοιτάω τον Λευτέρη και αυτός εμενα.

«Δεν μπορώ να την βλέπω έτσι...»λέω.
«Ούτε εγώ.»απαντάει.

                                       ***
Της χτένιζα τα μαλλιά μετά το μπάνιο.Το χέρι την ενοχλεί ακόμα κάπως,το βλέπω έτσι είπα μην το κουράζει ακόμα πολύ.

«Τι όμορφα μαλλιά που έχεις...»λέω καθώς τα βουρτσίσω.

Δεν μίλησε.Την κοίταζα από τον καθρέφτη μπροστά μου που κοίταζε το κενό και φαινοταν σκεπτική.

Και μετά είδα ένα δάκρυ να πέφτει.
Και μετά άρχισα να κλαίω και εγώ.
Την αγκάλιασα αθόρυβα και κάθισαμε έτσι μέχρι που πήγα δουλειά.

Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι να πω.
Δεν ξέρω τα λόγια που θα την κάνουν καλύτερα.
Γιατί στο κάτω κάτω δεν νομίζω να υπάρχει κάτι που θα την κάνει καλύτερα.

Στην τελική δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός αυτό ότι και να κάνουμε.
Και αυτό είναι το χειρότερο από όλα.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now