53.Ολιβια

297 47 7
                                    

Μπαίνω απλά μέσα αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή.Το βλέπω στο γνωστό μέρος.Εκεί που είναι κάθε μέρα.Στο ροζ δωματιο.

Τον βλέπω στα γόνατα να συναρμολογεί την συρταριερα .Την συρταριερα που έχει πάρει για την μικρή.

Δεν με έχει δει ακόμα έτσι απλά κάθομαι και τον χαζεύω από έξω από το δωματιο.

Είναι ακόμα πιο χλωμος.
Ακόμα πιο αδύνατος.
Ακόμα πιο αδύναμος.

Αλλά το ίδιο πρόσωπο που ερωτεύτηκα.

Μετά σταμάτησε τα πάντα και έβαλε το χέρι στο στήθος του.Δυσκολευόταν να αναπνεύσει πάλι.Ο γιατρός του λεει ότι μπορεί να πάρει οξυγόνο για να βοηθηθεί αλλά εκείνος δεν θέλει.Είναι και ξεροκεφαλος.

Πλησιάσω αμέσως και τον βοηθάω να σηκωθεί.
«Ολίβια...ήρθες...»λεει.
«Εντάξει είσαι;»ρωτάω.
«Περδίκη»λεει και μου ρίχνει ένα χαμόγελο.

«Έλα να ξαπλωσεις λίγο.Τι λες;»ρωτάω.
«Έναν ύπνο θα τον εκανα»λεει και πάμε σιγά σιγά μέχρι το δωματιο του.Τον βοηθάω να ξαπλωσει.

«Θες κάτι να σου φέρω;»ρωτάω.

Με κοίταζε περιέργα τώρα.
«Τι είναι;»
«Εσυ φαίνεσαι να έχεις πιο πολύ ανάγκη τον ύπνο από μένα.Τι μαύροι κύκλοι είναι αυτοί κάτω από τα μάτια σου;»μου λεει.

Και η αλήθεια είναι αυτή.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά.Δεν έχω όρεξη να φάω.Η γενικά να κάνω το οτιδήποτε.

«Έλα εδώ να κοιμηθούμε παρέα»λεει και κάνει άκρη για να έχω χώρο να ξαπλώσω.Και το κάνω φυσικά.Ξαπλώνω δίπλα του.
Αυτος με την μια κοιμάται.Με το που έκλεισε τα μάτια του.Εγώ φυσικά και δεν το έκανα.Απλά τον κοίταζα να κοιμάται.Άκουγα την αναπνοή του που έβγαινε δύσκολα.Έβλεπα το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει.

Έβαλα το χέρι μου πάνω στην καρδιά του και άκουγα πως έκανε.Δεν μπορώ να το διανοηθώ ότι σε λιγο καιρό δεν θα χτυπάει.Δεν μπορώ.Δεν μπορώ να το διανοηθώ ότι δεν θα γιορτάσει τα φετινά γενέθλια του.Ότι δεν θα είναι στα πρώτα γενέθλια της Ληδα ή στην αποφοιτήση του Λευτέρη ή στα επόμενα Χριστούγεννα.
Δεν μπορώ.
Δεν θέλω.
Δεν μπορώ.

                                     ***

«Εχω ερώτηση»λεει όταν βάζω πάνω στο τραπέζι το ψωμί.
«Πες μου»λέω.

«Ποιο είναι το όνειρο σου;»ρωτάει.
Κάθομαι στο τραπέζι απέναντι του αφού τα έβαλα πάνω όλα και είμαστε ετοιμοι να φάμε.

«Τι εννοείς;»
«Κάτι που θέλεις πολύ ρε παιδάκι μου.Ένα όνειρο από εδώ και πέρα.Έναν στόχο.Κάτι»ρωτάει.
«Δεν θέλω τίποτα»λέω και βαζω στο πιάτο του πατάτες.
«Αποκλείεται αυτό.Όλοι θέλουν κάτι»

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Kde žijí příběhy. Začni objevovat