49.Ολιβια

Începe de la început
                                    

Σταματάω να τρέχω επειδή δεν βλέπω μπροστά μου από τα δακρια.Σηκώνω το κεφάλι μου.
Είμαι έξω από το σπίτι του.

Ούτε καν θυμάμαι την διαδρομή που έκανα.

Ξεροκαταπίνω και αρχίσω να τρέχω μέσα.Χτύπησα την πόρτα δυνατά.Άνοιξε αμέσως.

«Ολίβια»είπε με ένα χαμόγελο.

Τον προσπερνάω και μπαίνω μέσα.
Με ακόλουθει.

«Δεν θα πεθάνεις!»του λέω.
Φαίνεται μπερδεμένος.

«Τι;»
«Είπα δεν θα πεθάνεις οκ;Τέλος.Δεν μπορείς να πεθάνεις και δεν θα πεθάνεις.Απλά ήθελα να το ξέρεις!»λεω και πήγα να φύγω πάλι για να συνεχίσω το τρέξιμο αλλά μπαίνει μπροστά μου.

«Το ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται»λεει.
«Τίποτα δεν ξέρω.Την απόφαση μου την έχω πάρει.Δεν θα πεθάνεις!»
«Ολίβια δεν είναι στο χέρι μου»
«ΝΑ ΕΙΝΑΙ!»φωναζω τώρα.

Δεν θα το δεχτώ ποτέ αυτό.
Τέλος.

«Ολίβια σου άφησα χώρο για να το συνειδητοποιήσεις.Αλλά δεν βλέπω να το κανείς»
«Να συνειδητοποιήσω τι;Ότι θα πεθάνεις;Ότι δεν θα σε ξαναδώ ποτέ;Όχι δεν θα το συνειδητοποιήσω ποτέ αυτό!Γιατι δεν θα γίνει ποτέ αυτό!Σου απαγορεύω να πεθάνεις.Οκ;!»φωναζω.
«Ολίβια μου...»
«ΑΠΛΑ ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!»λεω και πραγματικά βαρέθηκα να κλαίω.Πονάνε τα μάτια μου από το κλάμα.Τσούζουν και είναι κόκκινα συνέχεια.

Ξεφυσάει ενώ με πλησιάσει.
«Κόβεις την καρδιά μου στα δυο όταν κλαις.Το ξέρεις αυτό;»ψιθιριζει.

Κοιτάζω τα ωραία γκρι ματάκια του και απλά νιώθω ότι βλέπω κακό όνειρο.Γιατί όλα αυτά δεν μπορούν να συμβαίνουν.

«Δεν υπάρχει αλλος τρόπος να το περάσεις αυτό.Πεθαίνω Ολίβια.Θα είναι το τελευταίο μου καλοκαίρι.Πρέπει να το συνειδητοποιήσεις αυτό γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να γίνει.»
«Δεν το δεχομαι...!»
«Θα το δεχτείς»λεει και με αγκαλιάζει τώρα κρατώντας δυνατά τα χέρια γύρω μου.

«Θα το δεχτείς κάποια στιγμή...»ψιθιριζει στο αυτί μου.

                                          ***

Σταμάτησα να κλαίω επειδή πραγματικά δεν έχω άλλο υγρό μέσα μου.Έχω ξεμείνει.

«Εντάξει είσαι.Έλα σηκω.Θέλω βοήθεια σε κάτι.»λεει και με το χέρι του πιάνει το δικό μου και με τραβάει.Τον ακόλουθω και φτάνουμε στο δωματιο του μπαμπά του.Το ξεκλειδώνει και μπαίνουμε μέσα.

Εκπλήσσομαι.
Σίγουρα παλια δεν ήταν έτσι.

«Τι είναι αυτό;«ρωτάω.

Τα έπιπλα του μπαμπά του δεν υπάρχουν πια εδώ μέσα.Και ούτε άσπρο είναι όπως πριν.

Ήταν ροζ.Ναι.Ο τοίχος πίσω εκεί που είναι το παράθυρο είναι ροζ.Έχει μια ροζ ταπετσαρία με πολλά λουλούδια.

Στην άλλη γωνία είχε διαφορά κουτιά,χαρτιά,οδηγίες πεταμένες από εδώ και από εκεί.

«Το φτιάχνω για την Ληδα.Σαρεσει;»ρωτάει.
Έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό.

«Τι εννοείς;»ρωτάω.
«Μην της πεις τίποτα αλλά θα αφήσω το σπίτι στην Ληδα.Όταν...ξέρεις»λεει.

Και το είχα ξεχάσει για ένα λεπτό...

«Μην κλάψεις πάλι.Γιατί θέλω βοήθεια.Θέλω να το ετοιμάσω αλλά δυσκολεύομαι πολύ.Τι λες να είσαι ο βοηθός μου;»μου λεει.
«Σωκράτη δεν...δεν μπορώ να το κάνω.Σορυ απλά δεν μπορώ»λέω και τον αφηνω εκεί και φεύγω πάλι τρεχωντας.

Τρέχω με όλη μου την δύναμη μακριά.Δεν ξέρω που αλλά μακριά.Γιατί είμαι τόσο χαζή που πιστεύω ότι έτσι θα περάσουν όλα.Δεν ξέρω.Ότι δεν θα σκέφτομαι.Αλλά έχει σημασία τι σκέφτομαι;Δεν έχει.Δεν αλλάζει κάτι.

Πέρασα το δρόμο όταν κάποιος σταματάει ακριβώς μπροστά μου.
Κοκαλωσα για λίγο.

«Πας καλά κοπέλα μου;Δεν βλέπεις μπροστά σου;!»ακου μια αντρική φωνή αλλά δεν δίνω σημασία.Τον άφησα εκεί και άρχισα πάλι να τρέχω μακριά.

Μακριά από τα πρόβληματα.
Μακριά από την αλήθεια.
Μακριά από όλα.

Πρώτη φορά που δεν μαρεσει η αλήθεια.Πρώτη φορά που σιχαίνομαι την αλήθεια.Πρώτη φορά που προτιμώ τα ψέματα.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum