44.Κασσανδρα

Start from the beginning
                                    

Εκείνος σηκώνεται και δεν είναι πια ξαπλωμένος.
«Μακαρι να ήταν αστείο.Αλλά δεν είναι.»
«Σωκράτη τι λες;Τι μας λες;»ρωτάω.
«Θέλατε να μην κρύβουμε τίποτα.Να λέμε την αλήθεια.Αυτό δεν θέλατε;Σας την λέω τότε από μόνος μου.Είμαι άρρωστος.Έχω καρκίνο.Και δεν θα γίνω καλά»λεει μετά.

Η Ολίβια άρχισε να κλαίει.Να κοιτάει σαν χαμένη.Σηκώνεται όρθια.Κάνει δυο βήματα πίσω και μέρα αρχίσει να τρέχει μακριά μας.

«Τι;Πως;Ποτέ;»ρωτάει ο Λευτέρης.
«Το έμαθα πριν 4 χρόνια περίπου.Άρχισα να αδυνατίζω απότομα και ο μπαμπάς μου με πήγε με το ζόρι.Έκανα εξετάσεις.Καρκίνο του πνεύμονα»
«Παίρνεις χάπια;Έκανες χημειοθεραπεία;Σε πιο στάδιο είσαι;»ρωτάει πάλι.

Κάποιος μας κάνει πλάκα.
Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.
Δεν μπορεί μέσα σε λίγο να καταστράφηκαν όλα έτσι.Να άλλαξαν όλα έτσι.

«Τα πάντα έκανα.Είμαι στο τελευταίο στάδιο.Σε αυτό που δεν ύπαρχει σωτηρία ή γιατρειά.Στο στάδιο του πεθαίνω σε λίγους μήνες»λεει με ένα ελαφρυ χαμόγελο.

Πεθαίνει;

Τώρα άρχισαν να τρέχουν δάκρυα και από τα μάτια μου.Τον έβλεπα που μίλαγε και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο τι λεει.Απλά τον κοίταζα και σκεφτόμουν αυτά που είπε.

Ο Σωκρατης είναι άρρωστος;
Έχει καρκίνο;
Και πεθαίνει;

Σηκώνομαι και με έπιασε κάτι τώρα.Το στομάχι μου.Σαν να θέλω να ξεράσω.

Γυρισα το κεφάλι μου και την βλέπω εκεί.Στο πάτωμα ξαπλωμένη.Πιο εκεί.Στην μέση του δρόμου.

«Η Ολίβια!»φώναξα και άρχισα να τρέχω κοντά της.Άκουσα και τα αγόρια να τρέχουν πίσω μου αλλά έφτασα πρώτη.

«Ξανθομαλουσα μου;»λέω και φτάνω και σκύβω κάτω.

Το πρόσωπο της άσπρο.Και ήταν περίεργη.Σαν να μην μπορεί να αναπνεύσει.Σαν κάποιος να της έχει κλείσει το στόμα.

«Ολίβια;»λεει ο Σωκράτης τώρα και με τα χέρια του πιάνει το πρόσωπο της και το σηκώνει λίγο.
Εκείνη ακόμα φαινοταν να δυσκολεύεται.

«Δεν...μπορώ...να αναπνεύσω...»είπε με δυσκολία και πολύ σιγά.
Άρχισε να τρέμει τώρα.Όλο το σώμα της έτρεμε.

«ΟΛΙΒΙΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ!»φωναζει ο Σωκρατης.
«Παθαίνει κρίση πανικού.Κάντε λίγο πίσω να έχει χώρο να αναπνεύσει»λεει ο Λευτέρης και ο Σωκρατης και εγώ κάνουμε πιο πίσω να της δώσουμε χώρο.

«Ολίβια με ακούς;Αναπνεε αργά και όσο πιο βαθιά μπορείς.Με ακούς;»της λεει αλλά εκείνη δεν φαίνεται να ακούει.

Δεν μπορώ να το βλέπω αυτό...

«Ολίβια συγκεντρωσου στην αναπνοή σου.Πάμε μαζί...βαθιά ανάσα...»

Και τώρα και η Ολίβια και ο Λευτέρης κάνουν μαζι εισπνοή και εκπνοή.Εκείνη παίρνει βαθιές ανάσες και σαν το χρωμα στο πρόσωπο της να επανέρχεται.

«Μπράβο...βαθιά ανάσα...άστην να φύγει σιγά...»λεει εκείνος και αυτή το κάνει.Και φαίνεται καλά τώρα.

«Ο Θεέ μου τρόμαξα...είσαι εντάξει;»της λεει ο Σωκρατης και την σπρώχνει κοντά του και την αγκαλιάζει.
Εκείνη έκλαιγε στην αγκαλια του.

«Δεν είσαι άρρωστος...δεν μπορεί να είσαι άρρωστος έτσι;»ρώτησε εκείνη και δεν το αντέχει η καρδιά μου αυτό.

«Ηρέμησε...όλα καλά θα πάνε...»λεει και της χάιδευε τα μαλλιά.

Εκείνη έκλαιγε στην αγκαλια του.Εγω εδώ κάτω έκλαιγα και ο Λευτέρης όρθιος άρχισε να κλαίει και αυτός.

Και να μαστε ενώ η συζήτηση ξεκίνησε καλά στην αρχή,να τελειώνει με κλάμματα στην μέση του δρόμου κυριολεκτικά,μπροστά στην θάλασσα σε μια ηλιόλουστη μέρα μετά από καιρό.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now