10.Σωκρατης

Start from the beginning
                                    

Σε λίγες ώρες θα φύγει.Ας πάρω ότι μπορώ έτσι;

«Έλα.Να τους χαιρετήσεις και ολας.Μόνο δώσε μου δυο λέπτα να μπω μέσα και έρχομαι»λέω και ανοίγω την πόρτα να μπω.

Το σπίτι κλειστό.Κρύο.Σκοτεινό.Άψυχο.

Ο Θεέ μου πως θα το κάνω αυτό;
Πως θα ζήσω εδώ;

Ένιωσα ότι θα έκλαιγα πάλι αλλά το κράτησα.

Πάω στην κουζίνα και βγάζω τα φάρμακα που έπρεπε να πάρω το μεσημέρι και με λίγο νερό τα καταπεινω.

Κάθομαι λίγο σε μια καρέκλα επειδή κουράστηκα όρθιος.Πιάνω το στήθος μου.
Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω πάλι.

«Μην τα παρατάτε.Όχι ακόμα.Έχω πράγματα να κάνω»τους λέω αν και ξέρω ότι δεν ακούνε.
Προφανώς.Δεν είμαι τόσο άρρωστος.

Παίρνω δύναμη και σηκώνομαι να βγω.

«Έχω το αμάξι μου εδώ αλλά είναι ωραία νύχτα.Ας περπατήσουμε.Τι λες;»με ρωτάει.

Περπάτημα.
Υπέροχα.
Τέλεια.
Θα αντέξω;Άντε να δούμε.

Ξεκινάμε να περπατάμε δίπλα δίπλα με τον Μιλο μπροστά μας αφού ξέρει απέξω τον δρόμο για το μαγαζι.

«Έχεις αμάξι είπες;Οδηγάς;»ρωτάω.
«Ναι οδηγάω πλέον.Έχω λίγα χρόνια»λεει.

Η Ολίβια οδηγάει.
Προφανώς.Δεν είναι μικρή πια.

Φόραγε μια φούστα μακριά με κάτι καφέ σχέδια και ένα τζιν τζάκετ από πάνω.Εχει μέσα το στυλ της Ολιβιας που πάντα είχε αλλά έχει και ένα διαφορετικό του ενήλικα.

«Σωκράτη λυπάμαι για τον μπαμπά σου.Και συγνώμη που δεν πρόλαβα να έρθω στην κηδεία»μου λεει πάλι.
«Καλύτερα βασικά.Έκλαιγα σαν μωρό»λέω.
Ειδικά όταν είδα τον Λευτέρη.Μου θύμισε τα πάντα και απλά δεν έλεγχα τον εαυτό μου.

Αλλά είναι καλά που ήρθαν.Ασχολουμε με αυτούς και όχι με τον θάνατο του πατέρα μου που τόσο ποναει.

«Μπαμπάς σου είναι.Λογικό είναι.»λεει.

Φαίνεται διαφορετική.Πιο ώριμη.Πιο μεγάλη.

«Εσυ.Τα νέα σου.Τι κανείς στην ζωή σου;»την ρωτάω χαλαρα αλλά μέσα μου θέλω να μάθω τα πάντα με λεπτομέρειες.

Λίγο πριν το Τελευταίο Καλοκαίρι ( #2 )Where stories live. Discover now