ΕΠΙΛΟΓΟΣ

181 28 62
                                    

Βερολίνο, Νοικέλν, 2020

Για ακόμη μία φορά, το ρολόι του τοίχου έδειχνε έντεκα και δέκα. Η νεαρή Χέλγκα μάλωνε τον εαυτό της για χίλιους δύο λόγους. Αρχικά γιατί την είχε παρασύρει ο χρόνος, είχε χαθεί στα σοκάκια της αφήγησης, με αποτέλεσμα να κουράζει τον ήδη υπέργηρο συνομιλητή της και εν συνεχεία, γιατί είχε μαγνητοφωνήσει τα μισά. Τα άλλα μισά, τα βαστούσε σφαλιστά η καρδιά της. Εδώ που είχαν φτάσει πλέον, απέμενε μονάχα το τέλος. Η στιγμή, η βουτηγμένη στα απόνερα μίας παγκόσμιας τραγωδίας.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι. Σε έχω μάθει πλέον και ας μην γνωριζόμαστε χρόνια. Σκέφτεσαι το τέλος. Αδημονείς θα έλεγα. Λοιπόν, δεν είσαι η μόνη. Όλοι αδημονούσαν, μονάχα που για την Γερμανία δεν ήταν περιτριγυρισμένο με ζητωκραυγές και πυροτεχνήματα. Ως και ο Αδόλφος Χίτλερ έφυγε από τον κολασμένο κόσμο, αδιάφορος και αθέατος στο καταφύγιό του. Αδικία μεγάλη. Θα έπρεπε να βιώσει στο πετσί του, όλα όσα τράβηξαν όσοι κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και όχι απλώς να τον στείλει στον αγύριστο μία σφαίρα από ένα Βάλτερ διαμετρήματος 7,65 χιλιοστών. Έπειτα από αυτό, το πτώμα του και εκείνο της Εύας Μπράουν, κάηκαν μπροστά στα μάτια των ολίγων ελαφρόμυαλων πενθούντων, οι οποίοι ύψωσαν το χέρι τους σε ένα ύστατο ΄΄Χάιλ Χίτλερ΄΄. Προσωπικά στη θέση τους, θα είχα ξεκινήσει τα παρακάλια στον Σατανά, μήπως και η ψυχή μου γλύτωνε ένα μέρος των αιώνιων βασανιστηρίων» χαμογέλασε σαρκαστικά.

«Ο Θεός σου έδωσε ζωή και με το παραπάνω, επομένως κάτι έκανες καλά» ξεκίνησε η Χέλγκα για να ακούσει το βραχνό του γέλιο.

«Λοιπόν, στη ζωή μου ξέρεις τι έμαθα; Πως όταν κάνεις το καλό, η μοίρα, το σύμπαν ή ο Θεός, φροντίζουν να στο ανταποδώσουν. Δεν έχω παράπονο. Μαζί μου ήταν γενναιόδωροι και με το παραπάνω»

«Αυτό δεν ήταν το μάθημα που πήρε και ο Όττο;» ρώτησε η κοπέλα.

«Λες ε;» την ρώτησε και εκείνος ελαφρώς παιχνιδιάρικα.« Πιστεύεις πως το πήρε τελικά;» πρόφερε όταν άκουσαν ένα ασθενικό χτύπημα στην πόρτα και αλληλοκοιτάχτηκαν συνωμοτικά.

«Δεν ήξερα πως περίμενες και παρεούλα τέτοια ώρα» τον πείραξε εκείνη και τον είδε να αναστενάζει βαθιά.

«Λοιπόν, όταν ξεπερνάς τα εκατό, πράγμα λίαν σπάνιο, αυτά παθαίνεις όταν έχεις ζητήσει μία χάρη από το πρωί. Γίνεται πραγματικότητα το βράδυ»

Η κυρία Χόφμαν που πρόσεχε τον Κλέβεν, κινήθηκε προς την μεριά της πόρτας, μονάχα για να χαιρετήσει ακόμη μία κυρία που συνόδευε έναν εξίσου γηραιό κύριο που έμοιαζε ελαφρώς χαμένος. Στην θέα του ο Κλέβεν βούρκωσε. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του σαν είδε τον γηραιό του γνωστό, τον μοναδικό που εξακολουθούσε να ζει,  επάνω στην αναπηρική του καρέκλα. Τα μάτια του τα θολά, κοιτούσαν άψυχα τον χώρο σαν να μην καταλάβαινε πού βρισκόταν. Η κυρία Χόφμαν του εξήγησε πως η κατάσταση της υγείας του έβαινε διαρκώς επί τα χείρω και πως λίγο πριν τον χτυπήσει για τα καλά η άνοια, είχε αφήσει σε σημείωμα, πως η τελευταία του επιθυμία ήταν να δει τον Κλέβεν. Θα έρχονταν το πρωί, μα εξαιτίας της διαρκούς επιβαρυνόμενης υγείας του καλεσμένου, τελικά κατόρθωσαν να εμφανιστούν το βράδυ.

Μπροστά στα εξίσου βουρκωμένα μάτια της Χέλγκα, ο Κλέβεν αγκάλιασε τρέμοντας τον καλεσμένο του. Τα αναφιλητά έπνιξαν την γεροντική του ψυχή, καθώς έπειτα ίσως και από χρόνια, είδε την πρώτη αντίδραση εκ μέρους του. Το λεπτοκαμωμένο του χέρι, που ως εκείνη την στιγμή κρεμόταν άτσαλα στο πλάι του αναπηρικού αμαξιδίου, σηκώθηκε με κόπο και του χάιδεψε το πρόσωπο σαν να τον αποχαιρετούσε. Η κυρία Χόφμαν, καθώς και η νοσοκόμα του καλεσμένου, σκούπισαν με τρόπο τα δάκρυά τους που σιωπηλά κύλησαν στα μάγουλά τους. Οι δύο άνδρες χωρίστηκαν λίγο αργότερα, έχοντας καθίσει έστω για μία ώρα και ο καλεσμένος έμεινε απλώς να κοιτάζει τον Κλέβεν, με μία λάμψη αλλιώτικη στα θολά του μάτια και ας μην είχε πει κουβέντα όλο το βράδυ. Χαμογελούσε. Το συναίσθημα της αγάπης ήταν ισχυρότερο και από την ασθένεια που είχε ξεσκίσει την μνήμη του σαν άγριο θηρίο. Γιατί η ψυχή ποτέ δεν ξεχνά τις αναμνήσεις που την σημάδεψαν για μία ζωή. Ένα ισχυρό ερέθισμα ήταν αρκετό για να τις ανακαλέσει.

«Θα σε περιμένουμε και αύριο;» τον ρώτησε η νοσοκόμα και ο Κλέβεν κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Κάθε  μέρα τον επισκεπτόταν δίχως σταματημό, δίχως λησμονιά.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Χέλγκα μόλις τον είδε να κάθεται με κόπο στην αιώνια καρέκλα που είχε φιλοξενήσει την αφήγηση ολόκληρης της ιστορίας του κόσμου.

«Θα γίνω. Εμείς οι δύο έχουμε αντέξει άπειρους αποχωρισμούς, ο ένας πιο δραματικός από τον άλλο. Πάντοτε βρισκόμασταν μπροστά σε βαρύγδουπες αποφάσεις, μα κόντρα σε όποια μοίρα μας ήθελε χώρια, εμείς τα καταφέραμε. Ίσως να μην πετάξουμε ταυτόχρονα προς τον δικό μας Παράδεισο, μα είμαι βέβαιος πως ακόμη και εκεί, θα συναντηθούμε»

«Ποιος στ' αλήθεια είσαι Κλέβεν Σμιθ;» τον ρώτησε η Χέλγκα βουτηγμένη στο δέος.

«Τα νιάτα είστε ανυπόμονα. Όλα θα απαντηθούν στον καιρό τους, στο υπόσχομαι. Έμαθα χρόνια τώρα να κρύβομαι πίσω από ένα όνομα, προσπαθώντας να αποβάλω ό,τι δεν μου άρεσε, ό,τι δεν με αντιπροσώπευε. Έχοντας δεχτεί να σου μιλήσω, ταξίδεψα ξανά τόσα χρόνια πίσω, έκανα τον δικό μου Απολογισμό και πλέον, νομίζω πως με την λήξη της αφήγησης θα σου συστηθώ ξανά. Κάνε υπομονή. Λίγο ακόμη μας έμεινε. Λίγο ακόμη πριν νιώσεις τον Σιδηρούν Αετό του Τρίτου Ράιχ, να κομματιάζεται νοητά μπροστά σου»





Αγαπημένοι μου, σήμερα πήρα την απόφαση να γράψω τον επίλογο. Δεν είναι αποχαιρετισμός, μα ένα αναγκαίο ολιγοήμερο αποχαιρετιστήριο πριν την συνέχεια. Ο Απολογισμός θα μου έβγαινε μεγάλος και δεν επιθυμούσα να αφησω έξω γεγονότα προς χάρη του μεγέθους. Σας ευχαριστω πολύ που φτάσατε ως εδώ και περιμένω με αγωνία τη γνώμη σας ειδικά σε αυτά τα βιβλία που έχω κανει ένας θεος ξέρει πόση δουλειά. Τι σας έμεινε λοιπόν; Ποιον αγαπήσατε ή εξακολουθήσατε να αγαπάτε;

Στο τέταρτο βιβλίο θα έχετε να διαβάσετε τον Πρόλογο ως νέο κομμάτι και κατόπιν θα ανεβάσω τα τρία παρτς του I will walk alone, το οποίο θα ολοκληρωθεί και με ένα τέταρτο. Από εκεί και πέρα η συνέχεια κανονικα. Σας φιλώ.

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now