Ο Πρώτος Απολογισμός/ part 1

138 25 95
                                    

΄΄Ο Χίτλερ ποτέ του δεν αναφέρθηκε στο μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας, σαν συνάντησε τους στρατιωτικούς ηγέτες ένα μεσημέρι του Φλεβάρη του 43. Αυτό που κυρίως τον έτρωγε, ήταν η καταπόντιση του κύρους, εξαιτίας της παράδοσης του Πάουλους. Του ήταν αδύνατον να κατανοήσει και να συγχωρέσει μία τέτοια, ποταπή, κατά την γνώμη του πράξη.

«Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι ικανός να κοιτάζει αδιάφορα, όταν πενήντα με εξήντα χιλιάδες στρατιώτες πεθαίνουν, υπερασπιζόμενοι τους εαυτούς τους ως το τέλος. Πώς μπορεί αυτός ο άνθρωπος να παραδίνεται στους μπολσεβίκους;» αναρωτιόταν ο Χίτλερ με το πρόσωπο να έχει κοκκινίσει εξαιτίας της οργής. Αυτό ήταν σαφέστατα προδοσία «Πόσο εύκολα μπορεί κανείς να πράξει κάτι τέτοιο; Το πιστόλι αποτελούσε λύση. Πόσο δειλός πρέπει να ήταν για να μην επιλέξει αυτήν την λύση;»

Ήταν βέβαιος πως στα χέρια των Σοβιετικών, ο Πάουλους και οι αιχμάλωτοι στρατηγοί θα αποτελούσαν προϊόν προπαγάνδας. Αναφερόμενος σε φρικιαστικές ιστορίες που είχαν κυκλοφορήσει τη δεκαετία του 20, σχετικά με τις συνθήκες στις ρωσικές φυλακές, συνέχιζε το παραλήρημά του, πως θα τους έτρωγαν οι αρουραίοι και πως ο άνανδρος Πάουλους, κατασπίλωσε όλο το μεγαλείο της θυσίας και του ηρωισμού. Μολαταύτα, ο γερμανικός λαός αδιαφορούσε για την φήμη του Πάουλους. Για πρώτη ίσως φορά, καρτερούσε εξηγήσεις από τον ίδιο τον Χίτλερ για την πανωλεθρία και για την ανθρώπινη τραγωδία που άφηνε τους συγγενείς και φίλους των θυμάτων, απαρηγόρητους. Σε έναν πόλεμο, ανεξάρτητα από τους θύτες ή τα θύματα, έννοιες που και εκείνες θολώνουν τελικά μπροστά στο δράμα, αυτό που μένει πίσω, είναι μονάχα ο αμέτρητος πόνος και χιλιάδες κραυγές απόγνωσης. Στο τέλος φτάνεις να συμπονάς μέχρι και τον αντίπαλο, αν σου έχει απομείνει ίχνος ανθρωπιάς, που οι καταστάσεις και τα βιώματα δεν σου έχουν κλέψει ύπουλα. Μέσα σε όλα αυτά, θα πλανάται πάντοτε το ΄΄γιατί΄΄. Ανέκαθεν όμως ο κόσμος έτσι λειτουργούσε, μέσα από συγκρούσεις που με τα χρόνια γίνονται ολοένα και πιο αιματηρές. Πάντα το οικονομικό και γεωπολιτικό συμφέρον θα είχε το πάνω χέρι. Αυτό το παιχνίδι, στο πέρασμα της πολεμικής λαίλαπας, έσβηνε τους θύτες και τα θύματα, συγχέοντάς τους΄΄

Το κρύο το δριμύ ήταν πάντοτε παρόν, ωστόσο είχε άλλη γεύση πια. Με έναν νέο γυλιό στην πλάτη, βρισκόταν στον δρόμο για την Μόσχα. Ήταν αδύνατον. Είχε ονειρευτεί αυτή τη στιγμή στο παρελθόν, περικυκλωμένη από οργή απέναντι στους μπολσεβίκους και το καθεστώς του Στάλιν. Τελικά, ο Θεός είχε μάλλον γελάσει με τα δικά του σχέδια, προσφέροντάς του μία διαφορετική εκδοχή της ιστορίας. Την είσοδο στην πόλη των πόλεων, όχι ως κατακτητής, μα ως φίλος ίσως, ή ως μία προσωπικότητα που θα έμενε στα σίγουρα αξέχαστη. Η Μόσχα, είχε ακόμη και τότε κάτι το συγκλονιστικό στη θωριά της. Είχε εκείνον τον όγκο, εκείνη την παράξενη αρχοντιά, εκείνη την γλύκα του ναού που σαν ζαχαρωτό στεκόταν στην Κόκκινη Πλατεία. Το πόδι του πάτησε επιτέλους το έδαφος της ρωσικής πρωτεύουσας, ωστόσο, αυτό το αβέβαιο, ελαφρώς αδέξιο βήμα, μονολογούσε και μία ιστορία. Μουρμούριζε ένα εκατομμύριο νεκρούς, Σοβιετικούς στρατιώτες, μία εξαθλιωμένη και παρατημένη γερμανική στρατιά, την κατάρρευση της πίστης και άμαχους με μάτια βαθουλωμένα από την πείνα, τον φόβο και την εγκατάλειψη, να κοιτάζουν κάποτε ανέκφραστα μία πόλη-συντρίμμια, μία πόλη που κάπνιζε σαν να έπαιρνε την τελευταία της ανάσα. Δεν ένιωθε νικητής. Σε έναν πόλεμο αν κάποιος αναλογιστεί τις απώλειες, θα νιώσει μονάχα ηττημένος.

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now