Ο Πρώτος Απολογισμός/ part 4

121 28 111
                                    

Όσοι ξεκίνησαν κάποτε από εκείνη τη γειτονιά του Βερολίνου, είχαν πλέον σκορπιστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, με εξαίρεση την Κρίστα, η οποία πάλευε να σκεφτεί με ψυχραιμία απόλυτη το σχέδιο που της είχε προτείνει η Μάργκοτ. Η αλήθεια, δείλιαζε ως τώρα και ήταν και ο λόγος που είχε καθυστερήσει να πάρει μακριά το μωρό. Το χειρότερο ήταν πως ο Βίγκμπερτ είχε δώσει διαταγή να πηγαίνει συχνότερα, καθώς την τελευταία φορά είχε θεωρήσει πως ο γιος του ήταν παραμελημένος. Έκτοτε, είτε ερχόταν ο ίδιος, είτε το ζητούσαν από την Κρίστα που για καλή της τύχη, δεν είχε συναντηθεί ποτέ μαζί του. Βλέποντας τους δύο γιούς της, Όττο και Άλμπρεχτ να την κοιτάζουν μέσα στα μάτια, της ήταν αδιανόητο να σκεφτεί την ζωή και την πίκρα της Μάργκοτ, στην περίπτωση που έχανε τον μικρό της Σεμπάστιαν, ακόμη και αν θεωρούνταν αναγκαίο. Κάποτε, δούλευε μονάχα το Σάββατο, πλέον και κάθε Δευτέρα. Το Βερολίνο είχε αλλάξει, το ίδιο και η διάθεσή της. Υπήρχαν στιγμές που κατέβαινε με τα παιδιά στο καταφύγιο. Πλέον, ήταν βέβαιη πως οι Σύμμαχοι ολοένα και έσφιγγαν τον κλοιό. Φοβόταν. Γνώριζε καλά πως ο κόσμος δεν θα συγχωρούσε έτσι απλά τα εγκλήματά τους, οι στρατιώτες το ίδιο. Όταν θα έμπαιναν στη Γερμανία, δεν θα έμενε τίποτε όρθιο.

Για την ώρα και καθώς βάδιζε με κατεύθυνση την έπαυλη της Κολάσεως, το κορμί της έτρεμε. Είχε ήδη στη διάθεσή της τη διεύθυνση και είχε φτάσει η στιγμή να αφήσει το μωρό έξω από το σπίτι. Η πόρτα άνοιξε, η γνωστή βαριά επίπλωση την υποδέχτηκε, το ίδιο και το ανέκφραστο προσωπικό. Προχώρησε πλέον αμίλητη, έχοντας πλήρη γνώση της τοποθεσίας του δωματίου και του κάθε χώρου ξεχωριστά. Τα πόδια της έτρεμαν σε κάθε βήμα, σε κάθε σκαλί που ανέβαινε με μεγάλη δυσκολία. Ψέλλιζε προσευχές και κάθε παράκληση να πήγαιναν όλα καλά. Η Μάργκοτ, βρισκόταν στο γνωστό σημείο, σιμά στο παράθυρο, να κοιτάζει μελαγχολικά τον γαλακτερό ουρανό, πάντοτε με το μωρό στην αγκαλιά της. Τα δάκρυα στέγνωναν και άλλα έπαιρναν τη θέση τους. Ποτέ στη ζωή της δεν διανοήθηκε αυτήν την κατάληξη για τον εαυτό της. Από την μία μέρα στην άλλη, είχε μετατραπεί σε ένα κουφάρι άψυχο. Στο άκουσμα της πόρτας, αναπήδησε εξαιτίας του ενδόμυχου φόβου που χρόνια κατάτρωγε την ψυχή της.

«Εγώ είμαι» ψιθύρισε η Κρίστα, συγκλονισμένη στη θέα της νεαρής Μάργκοτ «Είσαι βέβαιη γι' αυτό;» την ρώτησε.

«Ο πόνος της μάνας που θα αναγκαστεί να αποχωριστεί το μωρό της, είναι δυσβάσταχτος. Αυτό το κενό δεν θα γεμίσει ποτέ, ωστόσο, θα γνωρίζω πως το παιδί μου θα μεγαλώσει μακριά από αυτόν τον Διάβολο!»

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now