Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/part 6

136 28 78
                                    

Στάλινγκραντ

Ο Αλεξ αντιμετώπιζε πλέον ένα τείχος ισχυρό, εκείνο που είχε υψώσει ο Γερμανός φίλος του. Η ώρα του τέλους πλησίαζε και μαζί με τον Τιόμα και τον Σεργκέι, κοιτούσαν τα εγκαταλελειμμένα, γερμανικά οχήματα, τα χιλιάδες παγωμένα, διαμελισμένα πτώματα, δικών τους και εχθρών, ενώ λίγο παρακάτω, ήρθαν σε σύγκρουση με μία φάλαγγα Γερμανών αιχμαλώτων που ερχόταν από τα δυτικά. Ο Αλεξέι αισθανόταν πως είχε απομακρυνθεί από τον φίλο του. Ο Σεργκέι ήταν από πάντα σχεδόν, κομμάτι της παρέας των τεσσάρων, ωστόσο για εκείνον, ο Νικήτα ήταν ο πιο πολύτιμος κολλητός, ο επιστήθιος φίλος. Ίσως σε αυτήν την άποψη, συνέβαλε και το γεγονός πως αμφότεροι ήταν Γεωργιανοί και τον Χειμώνα, έμεναν σε σχετικά κοντινή απόσταση. Τα καλοκαίρια, επισκέπτονταν τον οικισμό κοντά στο Βορονέζ, για να είναι μαζί με τα ξαδέρφια και τους φίλους τους. Το θάνατό του λοιπόν, περισσότερο από όλους, δεν μπορούσε να τον συγχωρέσει. Βλέποντας τους Γερμανούς να σέρνονται, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν, πως επιτέλους είχαν πάρει αυτό που τους άξιζε. Ο Άλεξ πρόσεξε το γεμάτο οργή βλέμμα του φίλου του, μα παρέμεινε σιωπηλός.

«Κάποτε, όλοι αυτοί οι δήθεν μορφωμένοι και άριοι, χλεύαζαν τις φτωχικές μας καλύβες, τα πήλινα σκεύη μας, τα απλοϊκά κάδρα των σπιτιών που άρπαζαν με το έτσι θέλω! Χλεύαζαν τους διακοσμητικούς κόκορες και γενικά όλα εκείνα που έδιναν μία νότα παράδοσης, όλα εκείνα που διαμόρφωναν τον κόσμο μας, καθιστώντας τον μαγικό για τα παιδιά που έτρεχαν να γλυτώσουν από τα τεθωρακισμένα τους. Θέλετε να μιλήσουμε για τις σφαγές του εβραϊκού πληθυσμού;» γρύλισε, όταν ένιωσε τον Τιόμα να τον σκουντά.

«Κοίταξε σύντροφε!» του έκανε νόημα βλέποντας δύο στρατιώτες να μεταφέρουν στη χλαίνη τους, έναν τραυματισμένο συμπολεμιστή τους. Ακόμη και εκείνοι τρέκλιζαν, έτοιμοι να σωριαστούν στο χιόνι.

Τα μάτια τους, αδειανά πλέον από συναισθήματα, κοιτούσαν τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού αμίλητοι. Κουρέλια βρίσκονταν τυλιγμένα γύρω από τα πόδια τους, ενώ τα παγωμένα τους δάχτυλα πάλευαν να γαντζωθούν από τα ρούχα τους σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγουν το θανατηφόρο ράπισμα, του παγερού ανέμου.

«Αυτό ήταν! Πάνε οι Φρίτσιδες!» ούρλιαξε ο Τιόμα όλος χαρά.

«Ας μην πατούσαν στη γη μας. Κανείς δεν τους κάλεσε!» απάντησε ο Σεργκέι, ο οποίος άξαφνα τυλίχτηκε από το αίσθημα μίας άγρια χαράς.

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora