Δεν υπάρχει γη για μας πίσω από το Βόλγα/ part 1

200 29 75
                                    

Στη φωτό το σπίτι της οδού 61, το σπίτι-στόχος

Ελλάδα, Κεφαλονιά

Δεν πίστευε με τίποτε πως ακόμη θα ζούσε μαύρους καιρούς, πως από τότε που πήρε τον δρόμο της επιστροφής κρυφά, τίποτε δεν είχε τελειώσει. Ο μικρός του αδερφός θα έμενε πίσω για πάντα. Ο Νικόλας του, ο Νικολάκης του, είχε ξεψυχήσει υπό άθλιες συνθήκες. Ο Θεός και η Μεγαλόχαρη ίσως που λάτρευε, τον είχαν λυπηθεί και ο αδερφός του ο Πέτρος, παρά τον τραυματισμό του, είχε βρεθεί ζωντανός. ΄΄Έλληνας ήταν νησιώτης΄΄ του είχαν πει ΄΄η θάλασσα ήταν το στοιχείο του, κυλούσε στο αίμα του. Πάλεψε με το υγρό θεριό και το τιθάσευσε΄΄ του είχε ψελλίσει ο Μενέλαος και ο Γρηγόρης ευθύς κατάλαβε, πως μερικές φορές, αρκούσαν ένα δύο λόγια παρηγοριάς, αρκεί να προέρχονταν μέσα από την καρδιά ενός ανθρώπου καλοσυνάτου. Ο Μενέλαος, ήταν με βεβαιότητα εκείνος ο καλοσυνάτος άνθρωπος, ένας πατέρας στοργικός που φρόντιζε την κόρη του σαν μπουμπούκι, προκειμένου μία μέρα να ανθίσει και να μοσχοβολήσει περισσότερο και από το γιασεμί την Άνοιξη.

Η Διώνη. Αχ, η γλυκιά Διώνη, την οποία ο Γρηγόρης θα κουβαλούσε πάντα στην καρδιά του. Ήθελε να την ξαναδεί, θα φρόντιζε να ανταμώσουν, μα για την ώρα σημασία είχε η επιστροφή στην πατρίδα. Με όλες τις κακουχίες, αγνώριστος και ψειριασμένος σχεδόν, έφτασε στον μικρό και ταπεινό του τόπο. Όχι μονάχος του. Από την μία βάδιζε ο Πέτρος περήφανα αν και ελαφρώς κουρασμένος και από την άλλη, ο Μαρτσέλο, ο Ιταλός αιχμάλωτος που επάνω του έφερε εκείνη τη ντροπιαστική εντολή του τουφεκισμού του, σε περίπτωσης υποχώρησης. Το πώς είχαν ανταμώσει ξανά; Μεγάλη ιστορία και φυσικά ο Ναγής, θα ήταν ο πρώτος ακροατής της, που σαν είδε τα εγγόνια του, σκίρτησε η γεροντική του καρδούλα, κάνοντάς τον να νιώσει έφηβος ξανά. Ο νεαρός Μαρτσέλο, ήταν ντροπαλός. Σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε, ενώ κοκκίνιζε συχνά κάθε φορά που οι γείτονες τον κοίταζαν έντονα. Όσο για την είδηση του θανάτου του Νικολή, η οικογένεια το γνώριζε. Ο πόνος ήταν μεγάλος, είχε θρήνο και διάρκεια. Αυτή η είδηση, είχε γεράσει και χαράξει ακόμη περισσότερο το ηλιοψημένο πρόσωπο του Ναγή του άρχοντα.

Από το βάθος του ορίζοντα, αχνά το φως του πρωινού έκανε την εμφάνισή του. Ο Γρηγόρης πλέον ξυπνούσε από τους πρώτους, από τα χαράματα. Τα πράγματα στο νησί ήταν δύσκολα, ενώ σε έναν χρόνο, κάπου γύρω στον Σεπτέμβριο του 43, η Κόλαση θα τους καλωσόριζε. Ο Γρηγόρης το αγνοούσε ακόμη, είχε την νεανική ελπίδα πως ίσως ο εφιάλτης θα τελείωνε, πως ίσως οι άνθρωποι αναθεωρούσαν σχετικά με τις αξίες τους και αντιλαμβάνονταν, πως η ζωή είχε μεγαλύτερη αξία από τα σάπια τους συμφέροντα. Οι πρώτες αχτίδες άρχισαν να ξετρυπώνουν.Οι γύρω λοφίσκοι ήταν λουσμένοι σε μία γκρίζα αχλή, εξαιτίας της πρωινής υγρασίας. Το σκοτάδι όμως θα χανόταν αργά ή γρήγορα, γιατί το φως του παντοκράτορα ήλιου θα ξεχυνόταν, χαρίζοντας λάμψη σε κάθε μικρή, κρυφή γωνιά. Οι αστερισμοί που τα τρία αγόρια χάζευαν τα βράδια, για λίγο θα ξεχνιούνταν, όπως και οι υπέροχες αφηγήσεις της Σκάλας, σχετικά με μύθους και θρύλους που κατά το σούρουπο θα στοίχειωναν ξανά τις ανθρώπινες ζωές.

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now