Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/part 4

122 28 95
                                    

Παγωμένος αέρας φυσούσε, σήκωνε τη σκόνη και τη στριφογύριζε. Κατόπιν την σκόρπιζε, επιτρέποντάς της να πέσει στο έδαφος σαν μαύρο σκύβαλο. Υπήρχε μία άτεγκτη δριμύτητα σε εκείνη την παγωνιά ψυχών και σωμάτων. Τα γυμνά κλαδιά σφυροκοπούσαν το ένα το άλλο, βγάζοντας κοκάλινους ήχους. Ένα μαύρο τούνελ τον κατάπινε, μέρες, μήνες ίσως και χρόνια, ποιος να ήξερε άραγε και τι σημασία είχε πια; Βρισκόταν σε έναν τόπο απολύτως ερημικό. Ερείπια σιγοκαίγονταν γύρω του, άχρωμα, μπαρουτιασμένα, μα κανένας στρατιώτης δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα. Έναν ορίζοντα μπουκωμένο από το ανθρώπινο μαράζι, στο χρώμα της στάχτης. Βαδίζοντας για λίγο ακόμη, πρόσεξε έναν νεαρό να στέκεται ευθεία μπροστά του, με γυρισμένη την πλάτη. Τον πλησίασε διστακτικά, όταν τον είδε να γυρνά το κεφάλι του, μα τα μάτια του να μην εστιάζουν σε εκείνον.

«Λούκα...»ψιθύρισε ο Όττο, μα ο δίδυμος αδερφός του φαινόταν να μην τον προσέχει. Θεατής αυτού του παράλογου οράματος, ή ίσως της νέας του πραγματικότητας, στάθηκε να τον παρατηρεί.

Ο αδερφός του συνέχισε την σιωπηλή του πορεία, προσπερνώντας αδιάφορα τα συντρίμμια, τα παγωμένα κορμιά και τα κενά συναισθημάτων, άψυχα πλέον μάτια. Κάπου εκεί, στην μέση ενός ανοίγματος, έστρεψε το βλέμμα του στον σταχτή ουρανό. Τον κοιτούσε για ώρα πολύ, μέχρι που μία αδύναμη, λεπτεπίλεπτη ηλιαχτίδα, παραμέρισε τη συννεφιά του πένθους και έπεσε στη γη. Τα κυανά μάτια του Λούκα, αγγελικά αντανακλούσαν αυτό το φως, ώσπου σκύβοντας, στο σημείο ακριβώς που φιλούσε τη μαυρισμένη γη, ξεκίνησε να σκάβει ανάλαφρα με το ένα του χέρι. Ήταν τότε, που ο Όττο παρατήρησε ένα ολόφρεσκο βλαστάρι, να κάνει δειλά την εμφάνισή του μέσα από το χώμα. Ο Λούκα το κοίταξε ευτυχισμένος, μα καμία ματιά δεν έριξε στον αδερφό του. Χαϊδεύοντάς το απαλά, αποχώρησε, μέχρι που η φιγούρα του ξεθώριασε και αργά εξαφανίστηκε αφήνοντας τον Όττο βουρκωμένο, ολομόναχο και πνιγμένο στις ενοχές. Βρισκόταν στην Κόλαση δίχως καμία αμφιβολία. Είχε πεθάνει και τώρα η ψυχή του η αμαρτωλή, ήταν εξαναγκασμένη να τριγυρνά στον τόπο του μαρτυρίου που εκείνος και η στρατιά του δημιούργησαν. Ας ήταν, θα το δεχόταν και μάλιστα με ευλάβεια γιατί πολύ απλά του άξιζε. Προχώρησε ακόμη λίγο και κοίταξε στα δεξιά του. Η ερειπωμένη πολυκατοικία κάτι του θύμιζε, το ίδιο και η απέναντι. Σταμάτησε. Ο χρόνος ξεκίνησε να τρέχει θαρρείς με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα πάντα γύρω του ζωντάνεψαν, οι στρατιώτες από το πουθενά εμφανίστηκαν και μία εικόνα με εκείνον σχεδόν να πετά, ξεπήδησε από το ασυνείδητο. Ανάθεμα! Τι ακριβώς είχε συμβεί; Είχε στ' αλήθεια πετάξει; Πώς ήταν δυνατόν να είχε πραγματοποιήσει ένα τόσο μεγάλο άλμα;

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now