Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/ part 3

178 29 84
                                    

Σαν πουλί εγκλωβισμένο, η κατάθλιψη χτυπιόταν μέσα στο στήθος του Όττο έτοιμη να πάρει τα ηνία. Η κατάσταση εντός του κλοιού των εγκλωβισμένων, μύριζε σήψη, σαπίλα και αγανάκτηση. Οι χαμηλές θερμοκρασίες τους είχαν οδηγήσει στα όριά τους. Ο Όττο είχε τυλίξει το κεφάλι του με κουρέλια. Το αφτί του ευτυχώς είχε πάψει να τον ενοχλεί, ωστόσο, όσο κυνικά και αν προσπαθούσε να δει την κατάσταση, δηλαδή πως ο στρατός του Πάουλους ήταν στην θέση του κατακτητή, στην υπηρεσία των διαταγών του αδίστακτου, θεότρελου δολοφόνου Χίτλερ, αδυνατούσε να απομονώσει τον ανθρώπινο παράγοντα. Καθημερινά, άνδρες με σοβαρά κρυοπαγήματα, κατέληγαν δίχως μέλη, τα οποία κόβονταν λες και οι γιατροί ήταν χασάπηδες. Όμως αυτά τα παιδιά, θα έμεναν δίχως πόδια και ίσως ανίκανα να υπερασπιστούν πια τον εαυτό τους. Ο Κοχ όδευε από το κακό στο χειρότερο. Ο Όττο ήξερε πως ο νεαρός απέφευγε να του μιλά για τα προβλήματά του, ακόμη και αν ήταν θέμα υγείας. Βαδίζοντας οι δυο τους προς το αιώνιο καταφύγιο που είχαν φτιάξει, στη σοφίτα εκείνης της ερειπωμένης μονοκατοικίας, τον είδε να κουτσαίνει. Ταυτόχρονα όμως, την προσοχή του τράβηξε η κατάρρευση η ξαφνική, ο απότομος θάνατος ενός άλλου στρατιώτη μπροστά στα μάτια του.

Δεν ήταν το μόνο περιστατικό. Η κατάρρευση είχε προέλθει από την εξάντληση, μα και από την ασιτία. Νεκροψίες ωστόσο, στους – 20 βαθμούς, ήταν δύσκολο να πραγματοποιήσουν μιας και τα πτώματα ήταν τόσο παγωμένα, που έπρεπε ολονυχτίς να τα έχουν δίπλα από μία σιδερένια σόμπα. Η καρδιά ατροφούσε, το συκώτι το ίδιο, ενώ δεν υπήρχε πια λιπώδης ιστός. Ο θάνατος θα ερχόταν μα και αυτός αργά και βασανιστικά. Κοίταξε τώρα τον Κοχ περίλυπος. Μπορεί να μην νοιαζόταν για εκείνον, σαν τον Στάινερ, μα τελευταία τον πονούσε. Πάντα στο μυαλό του είχε ό,τι είχε λείψει σε εκείνον πιο πολύ, την οικογένεια. Σκεφτόταν όλες τις οικογένειες του κόσμου, τις όμορφες και δεμένες που την μία μέρα γελούσαν και την άλλη τους ενημέρωναν για τον θάνατο του αγοριού ή των αγοριών τους. Τουλάχιστον, εκείνος και να πέθαινε δεν θα φόρτωνε τη δυστυχία του θανάτου του πουθενά.

«Είσαι καλά;» ρώτησε τον Κοχ βραχνά.

«Ναι, μην ανησυχείς» απάντησε εκείνος σχεδόν μηχανικά.

«Μην μου λες ψέματα. Βγάλε τις μπότες σου» τον διέταξε.

«Όχι» αρνήθηκε ο άλλος.

«Είπα βγάλτες!» του φώναξε έξαλλος και όταν τις τράβηξε με το ζόρι, βρήκε το πόδι του μελανό και πρησμένο. Τον κοίταξε και τον είδε να βουρκώνει.

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now