Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/ part 5

145 27 60
                                    

Oι αποτρόπαιες εικόνες, τα ίχνη τα ολοζώντανα που άφηνε πίσω του ο πόλεμος, άλλοτε ήταν φανερά και άλλοτε κρύβονταν από τα αδιάφορα μάτια της ανθρωπότητας, πίσω από τοίχους ψηλούς και συρματοπλέγματα. Ο Χανς βρισκόταν στο μεταίχμιο της ψυχολογικής έκρηξης. Κάθε μέρα, ολοένα και περισσότερο γέμιζε με μίσος απέναντι όχι μόνο στους Ες-Ες, μα και στους Καπο ή και σε οποιονδήποτε άλλο έκρυβε αντισημιτικά συναισθήματα. Όταν ήταν μικρότερος φοβόταν. Για την ακρίβεια μεγάλωσε σε ένα κράτος βίαιο και ρατσιστικό που του στέρησε με ελαφριά καρδιά, κάθε νόμιμο, ανθρώπινο δικαίωμα. Τότε τα δεχόταν όλα. Κάθε εξευτελιστική συμπεριφορά, κοιτώντας απλώς ενοχικά το είδωλό του στον καθρέπτη και αναλογιζόμενος τι είδους έγκλημα είχε διαπράξει, για να αξίζει μία τέτοια αντιμετώπιση. Πλέον, όλο αυτό είχε υιοθετήσει μία άλλη μορφή μέσα του. Κανείς δεν ήταν καλύτερός του και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τον εκμεταλλεύεται. Έπρεπε να αντιδράσει. Οι δρόμοι ήταν δύο. Ο ένας του βέβαιου και ηρωικού θανάτου και ο άλλος του κρυφού σχεδιασμού μίας πιθανής απόδρασης, εκμεταλλευόμενος τα αρρωστημένα συναισθήματα του Γουίλεμ. Κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό του, την αίσθηση του φιλιού εκείνου, την αίσθηση των ανδρικών χειλιών επάνω στα δικά του και μάλιστα, ενός δειλού δολοφόνου Ες-Ες, ανατρίχιαζε. Το στομάχι του ανακατευόταν και αισθανόταν βιασμένος, ακόμη και αν δεν τον είχε ακουμπήσει ακόμη σε κάποιο άλλο ευαίσθητο σημείο. Αυτός όμως, ίσως βαστούσε το κλειδί της ελευθερίας του.

Ο θολός, αδύναμος, χειμωνιάτικος ήλιος, έκανε για ακόμη μία φορά την εμφάνισή του, μονάχα που πάνω από το Κολαστήριο, με τις ζοφερές καμινάδες που ξερνούσαν την αποφορά του καμένου ανθρώπινου σώματος, ο ουρανός είχε θαρρείς υιοθετήσει ένα σταχτί, δυσβάσταχτο χρώμα πένθους. Ο αέρας ήταν πάντοτε βαρύς, σε αυτό έφταιγε και η τοποθεσία, ενώ γύρω σου αισθανόσουν την ένταση των ψυχών που είχαν μαρτυρικά χαθεί, την ανάγκη τους για εκδίκηση, τα άηχα ουρλιαχτά της απελπισίας τους που είχαν για τα καλά στοιχειώσει το μέρος. Η δουλειά του Χανς εκτός στρατοπέδου, φάνταζε προνομιακή στα μάτια άλλων κρατούμενων, οι οποίοι τελευταία είχαν γίνει επιθετικοί μαζί του. Εκείνο το πρωινό, δεν αποτελούσε εξαίρεση, με αποτέλεσμα ο Χανς να μπλέξει σε άγριο καβγά, σκίζοντας ένα σημείο πάνω από το φρύδι του και τρώγοντας επιπλέον ξύλο από τους φρουρούς για την ακαταστασία.

Μολαταύτα, δεν ήταν ο μόνος που είχε πέσει θύμα των ίδιων του των σκέψεων. Ο Γουίλεμ αναρωτιόταν τι του συνέβαινε. Φυσικά, είχε πλήρη επίγνωση των αρνητικών συναισθημάτων του Εβραίου απέναντί του. Όλο αυτό, είχε ξεκινήσει από μία εμμονή, από την αίσθηση της ευτυχίας και ικανοποίησης, πως η δύναμη που είχε, λόγω της θέσης του, αναμφίβολα του παρείχε το δικαίωμα να μπορεί να εκμεταλλεύεται όποιον επιθυμούσε. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί την περίπτωση, να ήταν κλειδωμένος σε ένα στρατόπεδο εξαιτίας των προτιμήσεών του. Στην ουσία, η δειλία του και η αίσθηση της κατωτερότητας που το ίδιο το καθεστώς του είχε περάσει, τον οδηγούσε αναπότρεπτα στην επιθυμία να είναι ο θύτης και όχι το θύμα. Για πρώτη φορά ωστόσο, είχε ακούσει λόγια αποδοχής από έναν όχι απλώς ξένο, μα από τον ίδιο τον εχθρό. Αποδοχή ωστόσο, είχε βιώσει και στο παρελθόν, μέσω του Έγουαλντ. Τα συμφέροντα όμως επικράτησαν της αγάπης.

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now