ΠΡΟΛΟΓΟΣ

265 34 33
                                    

Βερολίνο, Νοικέλν, 2020

Ο ήλιος έλαμπε το δίχως άλλο στη γερμανική πρωτεύουσα, η οποία ωστόσο είχε υιοθετήσει πλέον μία άλλη μορφή στα μάτια της Χέλγκα. Ήταν σχεδόν μαγικό, σαν να υπήρχε ένα ασπρόμαυρο φιλμ που κατάπινε το σήμερα, ξερνώντας διαρκώς εικόνες του τότε. Έχοντας πλέον την ωριμότητα και τη θέληση να βουτήξει σε έναν Καιάδα δυστυχίας, είχε μεταμορφωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Έλειπε όμως κάτι. Έλειπε εκείνο το τελείωμα, εκείνη η σοβαρή υπογραφή στο τέλος κάθε ιστορίας, η οποία εκτός του ότι σηματοδοτεί τον επίλογο, σου προσφέρει την πολύτιμη Κάθαρση.

Ο όρος κάθαρση καθώς γνώριζε, απαντάτο στο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Στην Ομηρική κοινωνία η φωτιά και το θειάφι ήταν θεραπευτικά φυσικά στοιχεία, που απάλλασσαν και εξάγνιζαν την ψυχή και τον χώρο από τους ρύπους που έφερνε η τριβή με την καθημερινότητα. Με καθαρτήριες πράξεις όπως ήταν ο όρκος, η προσευχή, η σπονδή και η θυσία, ήταν δυνατόν να εναρμονιστούν οι σχέσεις θεών και ανθρώπων. Εννοιολογικά, ο όρος κάθαρση προσδιορίζεται ως απολύτρωση της ανθρώπινης ψυχής από εγγενή ή επίκτητα στοιχεία, που εμποδίζουν την ισορροπημένη λειτουργία της. Είναι μια εξαγνιστική στη φύση της διαδικασία, κατά την οποία η ψυχή μπορεί να απαλλαγεί από τα περιττά στοιχεία που απέκτησε επιτελώντας τις λειτουργίες της. Αυτό λοιπόν της έλειπε. Ο εξαγνισμός της ψυχής της, το τέλος που θα της έδειχνε τη δικαίωση, έστω και με τον ελάχιστο τρόπο, όλων των ψυχών που βασανίστηκαν.

Προτού επισκεφθεί τον γλυκό της Σμιθ, εκείνον που όπως της είχε δηλώσει πίστευε στον Παράδεισο, έχοντας μονάχα ένα καΐκι και λίγη θάλασσα,  αποφάσισε να αφεθεί να την παρασύρουν οι πολυσύχναστοι δρόμοι. Η ιστορία θα της έδειχνε την πορεία από μόνη της. Πλέον την είχε ακούσει, την είχε καταλάβει, είχε νιώσει στα δάκρυά της, τον σπαραγμό της μάνας, σαν έβλεπε να πυροβολούν το αθώο της παιδί μέσα σε έναν λάκκο. Τα βήματά της σχεδόν τα άκουγε, μονάχα τα δικά της, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα. Το βλέμμα της αναζητούσε εκείνη την ιστορική αύρα, όταν την ανακάλυψε σε ένα μνημείο που ποτέ πριν δεν είχε προσέξει. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως οι πέτρες της μνήμης.

Μπροστά από τα σπίτια των θυμάτων, έχτιζαν στο πεζοδρόμιο από μπετόν ή μέταλλο, έναν κύβο. Κάθε κύβος είχε το όνομα του ανθρώπου που χάθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ή στρατόπεδο θανάτου, γιατί ήταν Εβραίος, Ρομά, Κομμουνιστής, αντιστασιακός, ομοφυλόφιλος, μάρτυρας του Ιεχωβά, ανάπηρος ή χριστιανός που αντιστεκόταν στο καθεστώς των Ναζί. Παρατηρώντας τους χρυσούς κυβόλιθους, μπορούσε να διαβάσει και μία ιστορία με το μαρτυρικό της τέλος. Ήταν μία δημιουργία ενός Εβραίου καλλιτέχνη, από την Γερμανία, μονάχα που αυτή η δημιουργία απλώθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Βούρκωσε. Πάλι βούρκωσε, καθώς τα θύματα ήταν σαν να τα έβλεπε. Σαν να άκουγε τα αγκομαχητά τους, σαν να παρατηρούσε με λεπτομέρεια τα σκυθρωπά, φοβισμένα τους πρόσωπα τις στιγμές που βιαίως απομακρύνονταν από τα σπίτια τους. Έσφιξε το παλτό της. Αυτή η εβδομάδα που την περίμενε θα ήταν καθοριστικής σημασίας. Μία ζωή όμως, μπορούσε άραγε να χωρέσει σε μία εβδομάδα;

Η περιοχή του Νοικέλν, είχε αποκτήσει μία ιδιαίτερη έννοια. Σχεδόν ενστικτωδώς, γύρεψε εκείνο το ερείπιο, εκείνη τη μάντρα με την πεισματάρα τριανταφυλλιά. Ίσως αν την έβρισκε, να αντίκριζε τον Όττο, να κρυφοκοιτάζει την συνονόματή της, ή ίσως τον Λούκα και τον Χανς να παίζουν ανέμελα, σε μία γειτονιά που ακόμη θα τους το επέτρεπε. Αναστέναξε. Η γνώριμη πολυκατοικία ήταν εκεί, το σπίτι του κυρίου Σμιθ είχε ντυθεί στο πρωινό φως και εκείνος, φάνηκε σαν να είχε ξεφορτωθεί μερικά χρονάκια από πάνω του, παίζοντας παιχνίδια με τη μοίρα. Ίσως έφταιγε και το γεγονός πως πλησίαζε η δική του κάθαρση. Η στιγμή που θα βροντοφώναζε ΄΄τέλος΄΄ και η ιστορία θα τελείωνε πράγματι, τα θύματα θα δικαιώνονταν και ίσως τελικά και ο ίδιος.

Σαν την είδε να μπαίνει, άνοιξε τα χέρια του πλέον, αγκαλιάζοντάς την. Η Χέλγκα τον είχε ψυχολογήσει. Δεν ήταν  άνθρωπος που θα σου ανοιγόταν με την μία, μα μόλις τον κέρδιζες, θα τον είχες συνοδοιπόρο δίπλα σου μία ζωή.

«Είναι σαν να έχω διασχίσει μία αιωνιότητα» του εξομολογήθηκε μόλις ο ζεστός της καφές και μερικά καλούδια, έκαναν την εμφάνισή τους.

«Την έχεις. Εγώ πάντως την έχω σίγουρα και στέκομαι ως απόδειξη μπροστά σου» χαμογέλασε κάνοντάς την και εκείνη να γελάσει.

«Είναι λοιπόν η τελευταία πράξη του δράματος;» τον ρώτησε και ο ηλικιωμένος το σκέφτηκε.

«Πιο σωστά, θα σου έλεγα πως είναι η κορύφωση, μα την λέξη τέλος, προσωπικά δεν θα την χρησιμοποιούσα. Το δράμα τελειωμό δεν είχε το 45. Τα απόνερα του πολέμου για θύτες και θύματα, οι αναμνήσεις, ο ρατσισμός, αυτά όλα δεν τελείωσαν με μία ανακωχή. Όμως, η κορύφωση θα δεις πως θα πετάξει από τους ώμους σου το βάρος. Το τέλος ωστόσο, εξαρτάται πια από τη γενιά σου και από τις επόμενες» πρόφερε και τον είδε να σηκώνεται, κατευθυνόμενος στο ξύλινο κεντρικό τραπέζι του σαλονιού. Επάνω του, βρισκόταν απλωμένος ένας παγκόσμιος χάρτης πιο παλαιός.

«Έχω αγωνία για όλους. Έχω επίσης αγωνία για τον Όττο και τον Άλεξ. Πού στο καλό θα συναντηθούν αυτά τα δύο παιδιά;» η ερώτηση περισσότερο απευθυνόταν στον εαυτό της, όταν είδε τον δείκτη του χεριού του να κυλά και να σέρνεται στο κιτρινισμένο χαρτί, αργά, και να κατευθύνεται τελικά σε μία πόλη. Σε μία πόλη στις όχθες του Βόλγα»

«Στάλινγκραντ» της απάντησε και μία λάμψη διέσχισε τη ματιά του σαν κεραυνός. Σαν να είχε θυμηθεί, σαν να ήθελε να πετάξει εκείνες τις εικόνες, όμως όχι. Εκεί είχε γραφτεί ιστορία. Η θέση του αφηγητή του είχε δοθεί και όφειλε να παίξει τον ρόλο του ως το τέλος. Όχι το τέλος της δικαίωσης, μα το τέλος της κάθαρσης.


Ο Πρόλογος πάντα απαραιτητος. Η συνεχεια σε αναμονή.....

Ο Απολογισμός : Κάθαρσις (βιβλίο 3)Where stories live. Discover now