«Έχεις σκεφτεί ποτέ σου πως θα ήταν αν εμείς οι δύο κάναμε έρωτα;» με ρωτάει και αισθάνομαι να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου.
Αυτό ήταν πολύ απότομο.
Αν το έχω σκεφτεί; Ναι, το έχω σκεφτεί μερικές φορές αλλά πάντα κατέληγα να σκέφτομαι πως είναι νωρίς για κάτι τέτοιο και ίσως και να μην είμαι έτοιμη ακόμη.
Αλλά ποτέ δεν κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ούτε όμως στο ότι είμαι...
«Μ-μερικές φορές...» απαντάω με ειλικρίνεια και αισθάνομαι τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν.
«Και... Σε τι συμπέρασμα κατέληξες;» με ρωτάει ξανά. Αυτή η συζήτηση είναι πολύ αμήχανη πιστεύω κι για τους δύο μας.
«Δεν ξέρω» απαντάω προσπαθώντας να μην τραυλίσω «Εσύ; Το έχεις σκεφτεί;»
«Για να πω την αλήθεια, ναι, το έχω σκεφτεί μερικές φορές κι εγώ»
«Α» απαντάω μονολεκτικά και μετά βυθιζόμαστε ξανά σε μια αμήχανη σιωπή.
«Θα ήσουν έτοιμη για κάτι τέτοιο;» με ρωτάει ξαφνικά και αισθάνομαι το βλέμμα του πάνω μου να με αγχώνει περισσότερο.
«Δεν ξέρω, πρέπει να το σκεφτώ» απαντάω και γνέφει δείχνοντας κατανόηση. Έρχεται πιο κοντά μου και αφήνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο μου για να με καθησυχάσει.
Το επόμενο πρωί
«Θα έρθω κι εγώ μαζί σου» μου λέει και τον κοιτάω με δισταγμό.
«Είσαι σίγουρος; Έδειχνες αρκετά αντίθετος με αυτό»
«Ναι, ήμουν. Αλλά αισθάνομαι ανασφάλεια να σε αφήσω να πας μόνη σου»
«Εντάξει, σε δέκα λεπτά πρέπει να ήμαστε εκεί» του λέω και φεύγουμε από την πανσιόν.
Αυτήν την στιγμή πάμε να συναντήσουμε τον ταξιτζή για να μάθουμε επιτέλους κάποιους παραπάνω τρόπους για να απαλλαγούμε από όλα αυτά.
Την στιγμή όμως που πατάω στο πρώτο σκαλί έξω από την πανσιόν νιώθω το πόδι μου να γλιστράει κάνοντας με να χάσω την ισορροπία μου, και εν τέλει προσγειώνομαι με δύναμη στο τσιμέντο.
«Y/n! Είσαι καλά;» ο Φιν τρέχει αμέσως δίπλα μου και μου δίνει το χέρι του για να σηκωθώ. Το πιάνω και στέκομαι ξανά στα πόδια μου.
Ξεσκονίζω το παντελόνι μου με γρήγορες κινήσεις και κοιτάω πίσω στα σκαλιά για να δω την αιτία της πτώσης μου.
Προς έκπληξη μου βλέπω έναν καλά κλεισμένο λευκό φάκελο. Μα, ποιος το άφησε αυτό εδώ;
Το παίρνω στα χέρια μου και διαβάζω την υπογραφή στο πίσω μέρος:
Γεωργιάδης Ηλίας, ο ταξιτζής
Διαβάζω και κοιτάω με έκπληξη τον Φιν που με κοιτάζει κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο.
«Κάτι συμβαίνει. Για άνοιξε το» λέει ο Φιν και υπακούω. Σχίζω προσεκτικά το πάνω μέρος του φακέλου και βγάζω από μέσα του μερικές διπλωμένες σελίδες που φαίνεται να έχουν κοπεί από κάποιο τετράδιο.
Διαβάζω την πρώτη πρόταση:
«Συγνώμη για αυτό το αναπάντεχο σημείωμα, αλλά δεν θα μπορέσουμε να ξανασυναντηθούμε. Υπάρχουν πολλά πίσω από αυτήν την ιστορία και βρίσκομαι σε μεγάλο κίνδυνο όταν βρίσκομαι στο ίδιο μέρος με κάποιον από εσάς τους δύο»
«Πάμε μέσα» μου λέει ο Φιν και μέσα σε ένα λεπτό ήμαστε πίσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Κλειδώνει την πόρτα και μετά καθόμαστε στο κρεβάτι. Ανοίγω και τα υπόλοιπα χαρτιά για να τα διαβάσουμε. Τα γράμματα είναι απρόσεκτα και φαίνεται να γράφτηκαν βιαστικά, αλλά και πάλι βγάζουν νόημα:
Δεν ξέρω αν αυτό το οποίο θα αναφέρω ισχύει, αλλά πιστεύω ότι οφείλω να σας το πω. Κάποτε υπήρχε ένας μύθος σε αυτό το χωριό που έλεγε ότι τα μεσάνυχτα της έβδομης ημέρας της εβδομάδας μια νεαρή γυναίκα ντυμένη καλόγρια πηγαίνει και κάθεται στο έβδομο παγκάκι του δρόμου που είχε πέσει τότε η κατάρα με τους 7 νέους. Ο μύθος λέει ότι είναι η Ελένα και κάθεται εκεί συλλογιζόμενη το κακό που έχει κάνει σε αυτούς τους ανθρώπους που πέθαναν εκεί. Αλλά υπάρχει και μια άλλη εκδοχή που λέει ότι σε εκείνο το μέρος είχε κανονίσει για πρώτη φορά να συναντηθεί με τον άνθρωπο που είχε αγαπήσει. Τον ίδιο άνθρωπο που στο τέλος σκότωσε.
Κάποτε είχα ακούσει ότι αν κάποιος κατάφερνε να την πλησιάσει και να της αρπάξει το κομμάτι από λευκό ύφασμα που κρατάει, εκείνη θα έκανε τα πάντα για εκείνον μονάχα μέσα στα επόμενα εφτά δευτερόλεπτα. Αν πέρναγαν τα εφτά δευτερόλεπτα και δεν της είχες πει τι είναι αυτό που θέλεις να κάνει, εκείνη βγάζει την κουκούλα της φορεσιάς της και μέσα σε μια στιγμή θα βρεθείτε νεκροί.
Για αυτό ότι κάνετε να το κάνετε με προσοχή. Και να σκεφτείτε πολύ καλά τι είναι αυτό που θα της πείτε να κάνει. Αν της πείτε να αυτοκτονήσει θα σας σκοτώσει, αν την ρωτήσετε κάτι θα σας σκοτώσει ξανά. Αυτό που θα της πείτε θα πρέπει να έχει προστακτικό ύφος και να είναι εντολή.
Λέει η πρώτη σελίδα και σταματάω να την διαβάζω για να το σκεφτώ.
«Φιν, τι...» πάω να πω αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτό που θέλω να πω ακριβώς. Αυτό το γράμμα με έχει μπερδέψει.
Δηλαδή εμείς πρέπει να πάμε να βρούμε την Ελένα τα μεσάνυχτα της Κυριακής και να την προστάξουμε να κάνει κάτι;
Αύριο είναι Κυριακή... Η μοναδική Κυριακή που θα ήμαστε στην Ελλάδα.
«Πρέπει να πάω μόνος μου, δεν σε βάζω σε τέτοιο κίνδυνο» μου λέει και κουνάει το κεφάλι δεξί-αριστερά.
«Δεν θα σε αφήσω να πας μόνος σου. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση! Είναι επικίνδυνο, μπορεί κάτι να πάει στραβά»
«Ακριβώς για αυτό θα μείνεις εδώ. Γιατί αν κάτι πάει στραβά εσύ θα πρέπει να γλιτώσεις»
«Δεν θέλω να γλιτώσω αν εσύ διατρέχεις τέτοιο κίνδυνο»
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, y/n»
«Πρέπει, Φιν»
«Καλά, θα το σκεφτώ» λέει αλλά δεν με πείθει.
«Είπα, θα έρθω. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το αλλάξεις αυτό. Αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να σκεφτούμε τι ακριβώς θα κάνουμε» λέω και γνέφει σκεπτικός. Είμαι σίγουρη πως ψάχνει τρόπο για να πάει χωρίς να τον καταλάβω.
«Καταρχάς δεν ξέρουμε πού ακριβώς είναι ο δρόμος που μας λέει» λέει ο Φιν και το σκέφτομαι.
«Θα ρωτήσουμε, ίσως ο κύριος που έχει την πανσιόν να ξέρει» προτείνω και γνέφει.
«Και τι ακριβώς θα της πούμε;»
«Θα μιλήσω εγώ καλύτερα. Θα της πούμε να με απαλλάξει από τα δεσμά της...;»
«Νομίζω πως αυτό πρέπει» συμφωνώ.
Κοιτάω ξανά τα χαρτιά και τότε παρατηρώ πως είναι κι άλλες σελίδες που δεν έχουμε διαβάσει ακόμη.