Alex

By oneiropolw

108K 9.4K 2.3K

But you look like heaven and I feel like hell More

Κεφάλαιο πρώτο
Κεφάλαιο δεύτερο
Κεφάλαιο τρίτο
Κεφάλαιο τέταρτο
Κεφάλαιο πέμπτο
Κεφάλαιο έκτο
Κεφάλαιο έβδομο
Κεφάλαιο όγδοο
Κεφάλαιο ένατο
Κεφάλαιο δέκατο
Κεφάλαιο εντέκατο
Κεφάλαιο δωδέκατο
Κεφάλαιο δέκατο τρίτο
Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο
Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο
Κεφάλαιο δέκατο έκτο
Κεφάλαιο δέκατο έβδομο
Κεφάλαιο δέκατο όγδοο
Κεφάλαιο δέκατο ένατο
Κεφάλαιο εικοστό πρώτο
Κεφάλαιο εικοστό δεύτερο
Κεφάλαιο εικοστό τρίτο
Κεφάλαιο εικοστό τέταρτο
Κεφάλαιο εικοστό πέμπτο
Κεφάλαιο εικοστό έκτο
Κεφάλαιο εικοστό έβδομο
Κεφάλαιο εικοστό όγδοο
Κεφάλαιο εικοστό ένατο
Κεφάλαιο τριακοστό
Κεφάλαιο τριακοστό πρώτο
Κεφάλαιο τριακοστό δεύτερο
Κεφάλαιο τριακοστό τρίτο
Κεφάλαιο τριακοστό τέταρτο
Κεφάλαιο τριακοστό πέμπτο
Κεφάλαιο τριακοστό έκτο
Κεφάλαιο τριακοστό έβδομο
Κεφάλαιο τριακοστό όγδοο
Κεφάλαιο τριακοστό ένατο
Κεφάλαιο τεσσαρακοστό
Κεφάλαιο τεσσαρακοστό πρώτο
Κεφάλαιο τεσσαρακοστό δεύτερο
Επίλογος.

Κεφάλαιο εικοστό

2.4K 209 47
By oneiropolw

Έχω κοκαλώσει και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Ο Μιχάλης είναι χαλαρός και δεν φαίνεται να πανικοβάλλεται καθόλου. 

"Χάρη;" Ρωτάω ενώ εκείνος μου χαμογελάει μπαίνοντας μέσα.

"Εδώ ήσουν μωρό μου; Ξέρεις πόσο ανησύχησα;" Ρώτησε και με αγκάλιασε κατευθείαν. Κοίταξα στιγμιαία τον Μιχάλη. Μπορώ να φανταστώ ότι δεν θα με ξαναρωτήσει γιατί καλύφθηκε. 

Αφού με άφησε από την αγκαλιά του ο Χάρης μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη και η αλήθεια είναι ότι δεν το ευχαριστήθηκα.

"Πώς και από εδώ; Που πήγες χθες;"

Αυτό ήταν. Τα κατάλαβε όλα. 

"Την έφερα όταν την βρήκα εκεί που την παρατήσατε." Ο Μιχάλης λέει και τον κοιτάω απειλητικά. 

"Χάρη πάμε σπίτι;" Λέω για να αποφύγω την συζήτηση. Πώς εξηγώ ότι φασώθηκα με τον Μιχάλη στον Χάρη που νομίζει ότι τα έχουμε;

"Ευχαριστώ ρε Μιχάλη είσαι φίλος. Και την ψάχναμε αλλά κατά τις δύο έφυγα αφού δεν έβρισκα την Μελίνα και υπέθεσα ότι θα ήταν μαζί της."

"Να προσέχεις την γκόμενα σου τότε καλύτερα. Δεν ξέρεις ποιος ανώμαλος μπορεί να κυκλοφορούσε και να την εκμεταλλευόταν." Λέει πικρόχολα και δεν τον κοιτάζω. Ξέρω ότι θα πετάει σπόντες από εδώ κι πέρα για αυτό που συνέβει.

"Καλά εγώ να πηγαίνω." 

"Εεεε...Ελα εδώ." Λέει και με τραβάει κοντά του. "Θα σε πάω εγώ. Πες και κανένα ευχαριστώ βρε μωρό." Λέει και γυρίζει προς τον Μιχάλη που με καρφώνει με μία ανέκφραστη έκφραση. 

"Ευχαριστώ." Ψελλίζω.

"Δεν βαριέσαι..." Λέει και σταυρώνει τα χέρια του.

"Φίλε που τα έχεις;" Ο Χάρης πετάγεται και δεν καταλαβαίνω τι εννοεί.

"Πάνω στο κομοδίνο μου."

"Έρχομαι." Ανακοινώνει και ανεβαίνει τις σκάλες αφήνοντάς μας μόνους.

"Λοιπόν τα έχετε." Μονολογεί και πλησιάζει. 

"Να σου εξηγήσω. Εγώ δεν ήθελα να...να..." Προσπαθώ να βρω την μιλιά μου καθώς απομακρύνομαι. Πισωπατάω μέχρι που φτάνω στην πόρτα όπου και χτυπάω την πλάτη μου. 

Έρχεται μπροστά μου και σκύβει προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρήγορα και ιδρώνω. Τα χείλη του πλησιάζουν τα δικά μου αλλά τελευταία στιγμή αλλάζουν πορεία και πλησιάζουν το αυτί μου. 

"Κρίμα. Σου πήγαινε πολύ το κρεβάτι μου. Αλλά έχεις αγόρι. Πολύ κρίμα." Λέει και η ανάσα του χτυπάει τον λαιμό μου. Οι λέξεις βγαίνουν ψιθυριστά από το στόμα του και πιο πολλές ανατριχίλες με διαπερνούν.

"Μιχάλη..."

"Την επόμενη φορά που θα σε ξαναδώ δεν θα σε μαζέψω. Ήδη ξεπέρασα τα όρια αφήνοντας σε να κοιμηθείς κιόλας. Κατανοητών Αλεξάνδρα; Και φυσικά μου χρωστάς." Τα σκληρά λόγια του με ξυπνάνε και τον σπρώχνω από πάνω μου. 

Τον κοιτάω για λίγα δευτερόλεπτα. Γαμώτο πώς τα έκανα έτσι. Χωρίς να του πω τίποτα βγαίνω έξω όπου και περιμένω τον Χάρη για να φύγουμε.

++++

"Ναι ρε Χάρη θα σου στείλω μόλις μπορέσω."

"Οκαυ μωρό μου. Σίγουρα είσαι καλά; Δεν φαίνεσαι και τόσο."

"Όχι όχι είμαι καλά. Κουρασμένη απλά."

"Εντάξει τότε. Θα μιλήσουμε έτσι;" Μου λέει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

"Ναι. Εσύ που θα πας τώρα;"

"Με κάτι φίλους μου." Απαντάει αόριστα.

"Ααα αλήθεια με ποιους;"

"Και να στους πω δεν θα τους ξέρεις μωρό μου."

"Καλά...θα σου στείλω όταν μπορέσω." Τον αποχαιρετάω γρήγορα χωρίς να τον φιλήσω.

Ανοίγω την πόρτα. Προσεύχομαι να μην είναι κανείς σπίτι. Είναι Σάββατο και μάλιστα οι γονείς μου τελευταία είναι συχνά σπίτι πράγμα που με ανησυχεί πολύ.

"Μαμά; Μπαμπά;" Φωνάζω καθώς προχωράω προς τις σκάλες. Δεν απαντάει κανείς. Ελπίζω να μην πήραν χαμπάρι ότι έλειπα όλο το βράδυ. Με βαριά βήματα μπαίνω στο δωμάτιο μου και αφήνω το φόρεμα να πέσει από το σώμα μου στο πάτωμα. Προχωράω προς το μπάνιο μου όπου και ξεντύνομαι για να κάνω ένα ντουζ. Το καυτό νερό κυλά πάνω στο σώμα μου και όλες οι σκέψεις από χθες το βράδυ ξεπετάγονται στο μυαλό μου καθώς χαλαρώνω.

Επειδή δεν έχει βγει το χαρτί ακόμα δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε χωρίσει.

Άλλο ένα σφηνάκι!

Αλεξάνδρα κλαις?

"Γαμώ!" Φωνάζω και κάθομαι κάτω στην μπανιέρα αφήνοντας τα δάκρυα μου να κυλήσουν στα μάγουλα μου.

"Μιχάληηηη πονάειι."

"Τόσο που ήπιες λογικό είναι χαζή."

"Που είμαι;"

"Σπίτι μου."

"Θα κοιμηθώ εδώ;"

"Δυστυχώς ή ευτυχώς ναι." Ξεφυσάει και μου στρώνει το κρεβάτι.

"Εσύ θα κοιμηθείς;"

"Όχι θα κάνω παρέα του Έντουαρτ γιατί τον έφτυσε η Μπέλα. Εσύ τι λες ρε Άλεξ;"

"Που;

"Κάτω."

"Έλα μαζί  μουυ. Είναι το κρεβάτι σου!"

"Ναι τώρα σε πιάσανε οι ευγένειες. Κάτσε εδώ, πάω να σου φέρω ντεπόν.Ο Μιχάλης φεύγει και εγώ ξεντύνομαι αφήνοντας το φόρεμα στο πάτωμα. Σηκώνω τα μαύρα με γκρι  σκεπάσματα και κουκουλώνομαι. 

Η πόρτα ανοίγει και ο Μιχάλης ξεφυσάει μόλις με αντικρίσει.

"Γαμώ Αλεξάνδρα! Επίτηδες το κάνεις;" Λέει και σηκώνει το φόρεμα από το πάτωμα τοποθετώντας το στην καρέκλα του. Μου δίνει να πιω το ντεπόν με το νερό. Ανασηκώνομαι και ξεσκεπάζομαι από τα σκεπάσματα. Ο Μιχάλης γυρίζει αστραπιαία από την άλλη.

"Τι έπαθες;" Λέω και τον ακουμπάω στο μπράτσο του πάνω από το τατουάζ του που απεικονίζει ένα πουλί να ανοίγει τα φτερά του.

"Αν το δω αυτό τώρα ποιος με κρατάει μετά." 

"Μιχάλη....πονάει."

"Ήπιες το γαμημένο ντεπόν ώρα να ξαπλώσεις."

"Μην μιλάς έτσι."

"Ότι γουστάρω θα κάνω."

"Το ξέρεις ότι λένε ότι όποιος είναι συνέχεια νευριασμένος πιθανών να πεθάνει και πιο νωρίς;" Λέω και σηκώνεται από το κρεβάτι.

"Και ποιος το έχει πει αυτό; Ο Άινστάιν;"

"Όχι εγώ." Χασκογελάω και για λίγα δευτερόλεπτα πιάνω ένα γελάκι στο πρόσωπο του.

"Κοιμήσου Άλεξ. Ξέρουμε ότι θα μου τα πρήξεις αύριο."

"Καληνύχταα."

Τι σκατά κάνω με την ζωή μου; Γαμώτο Μιχάλη μου μέσα! Σηκώθηκα και τυλίχτηκα με μια πετσετα. Προχώρησα μέσα στο δωμάτιο μου όπου και διάλεξα καθαρές άνετες πιτζάμες να φορέσω. Είδα ότι στο κινητό μου είχα άπειρες αναπάντητες κλήσεις από την Μελίνα και τα παιδιά. Καμία από την μάνα μου ή τον πατέρα μου. Ευτυχώς. Ήπια ένα ακόμα ντεπόν και πήγα για ύπνο. Ο πονοκέφαλος και όλος ο συναισθηματικός σαματάς μέσα μου με έχουν κουράσει πολύ.

Εννιά μ.μ.

"Αλεξάνδρα ξύπνα...Αλεξξ!" Ανοίγω τα βλέφαρα μου και ασυναίσθητα χαμογελάω μόλις βλέπω το γλυκό προσωπάκι της αδελφης μου.

"Μικιό μου."

"Πόσες ώρες κοιμάσαι ρε Αλεξ; Χθες η μαμά με τον μπαμπά πήγαν σε μια δουλειά λένε και με άφησαν στην γιαγιά."

"Άργησα να έρθω αγάπη μου. Και τώρα θέλω να διαβάσω οπότε καλά έκανες και με ξύπνησες."

"Είδεςς. Αύριο θα με πας όμως στου Γιώργου;"

"Ναι καλέε."

"Εντάξειι." Λέει και αφού μου δώσει ένα φιλί φεύγει και κλείνει την πόρτα.

Με βαριεστημένες κινήσεις σηκώνομαι και παίρνω το κινητό μου στα χέρια μου. Δεν πρόλαβα να το βγάλω από την δόνηση και άρχισε να με καλεί η Μελίνα.

"Ναι;"

"Τι ναι; Μωρή ξέρεις πόσες φορές σε έχω πάρει το τελευταίο γαμημένο εικοσιτετράωρο;!"

"Ηρέμησε ρε Μελ. Εσύ με παράτησες στο μπαρ εξαρχής!" Λέω καθώς κάθομαι στο γραφείο μου ανοίγοντας τα βιβλία μου.

"Και τι; Αυτό είναι δικαιολογία;! Πήγε και ήρθε η ψυχή μου από την Κούλουρη μέχρι να μου το πει ο Χάρης ότι σε βρήκε! Που σκατά ήσουνν. Νόμιζα ότι πήγες...ξέρεις με τον Χάρη σπίτι του και για αυτό έφυγα!"

"Πας καλά όχι!" 

"Τότε που ήσουν μωρή!"

"Ο Χάρης νόμιζε ότι φύγαμε μαζί γιατί δεν μας έβρισκε οπότε έφυγε και αυτός. Έμεινα να πίνω τον βόσπορο στο μπαρ μέχρι που με βρήκε ο Μιχάλης και με πήγε σπίτι του γιατί δεν ήξερε που μένω και ήμουν λιώμα για να απαντήσω." Κρύβω την μισή αλήθεια στην Μελίνα για να μην χρειαστεί να την μάθει κανένας Χαρης καταλάθος.

"Στου Μιχάλη; Πες μου ότι παίχτηκε κάτι!"

"Τίποτα! Και επειδή κοιμάμαι στην κυριολεξία όλη μέρα έχω πιει δύο ντεπόν και ακόμα έχω πονοκέφαλο καλά θα κανεις να κλήσεις για να διαβάσω."

"Μην τολμήσεις! Ξέρασε τα όλα! Τι έγινε στου Μιχάλη;!"

"Τα λέμε."

"Άλεξ μην τολμήσεις να το κλ..."

"Αντίοζ." Λέω και της το κλείνω στην μούρη. 

Ας αρχίσω τα μαθήματα τώρα. Μονολογώ και ξεφυσάω καθώς ανοίγω το βιβλίο μαθηματικών μου.

Δέκα και μισή μ.μ.

"Μαμάαα βγαίνω για λίγο. Πάω μια βόλτα."

"Να πιάνει το κινητό σου!"

"Ναι μαμάα." Λέω και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Αρχίζω τον προορισμό μου και βάζω το κινητό μου στο αθόρυβο σε περίπτωση που πάρει η Μελίνα. 

Φυσικά και κουμπώνω το μπουφάν μου λόγω της ψύχρας που υπάρχει στην ατμόσφαιρα. 

Προχωράω για λίγα λεπτά ώσπου φτάνω επιτέλους στο δρόμο του Μιχάλη. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει πιο γρήγορα και άγχος με κατακλύζει. Μην με δει Χριστέ μου. Μη με δει. Αρχίζω να τρέχω για να περάσω γρήγορα τον δρόμο αυτό. 

Μόλις σταματάω αφού λαχάνιασα αρκετά εχω φτάσει και στον προορισμό μου. Χαμογελάω και σπρώχνω την σκουριασμένη παλιά πόρτα. Αρχίζω να ανεβαίνω τα σκαλιά. Κουράζομαι για άλλη μια φορα λόγω της φυσικής μου κατάστασης. Μόλις αντικρίσω την σιδερενια πόρτα μπροστά μου ξεφυσάω επιτέλους και την ανοίγω. Το κτήριο αν και εγκαταλελειμμένο είναι ότι πιο ιδανικό για να ηρεμήσεις. Αυτό που χρειάζομαι αυτή τη στιγμή. 

Προχωράω προς τα σκουριασμένα ετοιμόρροπα κάγκελα και θαυμάζω την υπέροχη θέα της πόλης. Τα φώτα των αυτοκινήτων σε ζαλίζουν και τα  φώτα των σπιτιών θυμίζουν λαμπάκια σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Απομακρύνομαι λίγο από τα κάγκελα και σκαρφαλώνω στο μικρό πεζουλάκι. Κοιτάω κάτω και είναι όλα τόσο μικρά. Τέσσερις ορόφοι μα σχεδόν τα βλέπω όλα μικρα κουκλάκια. Παιδικά παιχνίδια μου θυμίζουν. Γενικά όλη η ζωή είναι παιχνίδια. Από μικρά τα αγόρια παίζανε με τα αυτοκίνητα τους. Τα κορίτσια με τις κούκλες. Έτσι θέλει και θέτει η κοινωνία. Και εμείς σαν κούκλες της κοινωνίας την αφήνουμε να μας κάνει ότι θέλει. Τα αγόρια συνεχίζουν τα παιχνίδια με τα κορίτσια ως πιόνια της εξυπνάδας και μαγκιάς τους. Τα κορίτσια θέλουν να μοιάσουν σε κούκλες. Βάφονται και ντύνονται. 

Και ύστερα είμαι εγώ. Η διαφορά. Πολλοί με θεωρούν και εξωγήινο. Δεν θέλω να βάφομαι. Τα ρούχα μου τα θέλω άνετα. Να κρέμονται άτσαλα πάνω στο σώμα μου. Το όσο αδύνατο ή παχουλό, κατεστραμμένο σώμα μου μ'αρέσει. Η ζωγραφική και η τέχνη μου δίνουν ζωή. 

Αλλά αν δεν μπορώ να παίρνω ζωή από αυτά τα βασικά πλέον δεν υπάρχει και λόγος να ζω. 

Όλα θα τελείωναν αν απλά έκανα αυτό το ανόητο βήμα εδώ και δύο χρόνια. Κάθε Σάββατο έρχομαι με τον ίδιο σκοπό. Με τον ίδιο στόχο. Έχω σταθεί αμέτρητες φορές σε αυτό το σημείο. Να κοιτάω με μανία τα μικρά αυτοκίνητα. Τα μικρά σπίτια. Τους μικρούς ανθρώπους. Τα στενόμυαλα μυαλά. Αλλά ποτέ δεν κατάφερα να κάνω αυτό το ανόητο, καταραμένο βήμα. 

Ίσως ήρθε η στιγμή;

Μα η Θεοδώρα;

Η Μελίνα;

Αλλά είναι αρκετά δυνατές. Θα με καταλάβουν κάποια στιγμή. Ίσως με συγχωρέσουν κιόλας. 

Το θέλω;

Το χρειάζομαι. 

Ξεφυσάω. Δεν μπορώ. 

Τα χέρια μου ανασηκώνονται. Χαμογελάω.

Το πόσες φορές έχω αναπαραστήσει με την Μελίνα την σκηνή του τιτανικού δεν λέγεται. 

Τα μάτια μου θαυμάζουν για λίγο ακόμα την υπέροχη θέα της στημμένης πόλης. Τα φώτα ξεθωριάζουν. Οι ήχοι των μηχανών να σπινιάρουν στους δρόμους ηχούν σαν αντίλαλος. Τα μάτια μου σφαλίζουν έχοντας φωτογραφίσει την υπέροχη θέα. 

Σηκώνω το αριστερό μου πόδι στον αέρα. Το ωθώ προς το κενό μπροστά μου. Προσπαθώ να ρίξω το βάρος μου μπροστά. Όλο μου το θέλω με σπρώχνει όπως πάντα μπροστά ενώ όλο μου το σώμα με τραβάει πίσω.

Είναι ωραίο να χαζολογείς ενώ περπατάς ένα βήμα μακριά από τον θάνατο.

Σκύβω λίγο μπροστά αλλά μετανιώνω και μετατοπίζω το βάρος μου πίσω.

Είναι ένα γαμημένο βήμα. Σκέφτηκα και απελευθέρωσα μία τελευταία ανάσα.

Continue Reading

You'll Also Like

780K 33.7K 55
Απόσπασμα: Σου έλειψα;» Ειπε διακόπτοντας την ησυχία «Τι;» Ρώτησα μπερδεμένη «Με άκουσες γατακι» ειπε παιχνιδιάρικα «Εγω σου έλειψα;» Αντιστρεψα τ...
175K 6.6K 62
Η Λένι, ένα 18χρονο κορίτσι, γνωρίζει τον #1 player του σχολείου, τον Χάρι. Τι θα γίνει όταν η Λένι και ο Χάρι θα χρειαστεί να συνυπάρξουν στο ίδιο σ...
244K 20.2K 30
Πέρασα με βιαστικά βήματα από μπροστά του αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια γιατί ήξερα και μάλιστα πολύ καλά πως θα το φάω το κεφάλι μου!! -Βρε...
2.5M 144K 84
"ΕΙΠΑ ΚΑΤΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ" ξανά φώναξε και χτύπησε τη μπουνιά του πάνω στο τραπέζι. "Πο..πονάω" ψιθύρισα αδύναμα έτοιμη να λυγίσω και να βάλλω τ...