Ο Προφήτης του θανάτου

بواسطة stavrosKol

473 81 0

Όταν οι εφιάλτες σου γίνονται πραγματικότητα, τι κάνεις; Όταν οι εφιάλτες σου μετατρέπονται σε προφητείες, πώ... المزيد

Εισαγωγή
1.
2.
3.
4.
5.
6.
7.
8.
9.
10.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
19.
20.
21.
22.
23.
24.
26.
27.
28.
29.
30
31.
32.
33.
34.
Επίλογος

25.

9 2 0
بواسطة stavrosKol


Το φως του ηλίου, είχε αποχωρίσει εδώ και ώρα δίνοντας την σκυτάλη στα τεχνητά φώτα. Τους μπλε λαμπτήρες φθορίου που ήταν τοποθετημένοι μέσα στην γυψοσανίδα της οροφής, αλλά και στα δύο επιτραπέζια φωτιστικά που είχε ο καθένας στο πλευρό του. Είχαν χάσει την αίσθηση του χρόνου οπότε θα πρέπει να ήταν μεγάλο σοκ για την Αστυνόμο Μπακοπούλου όταν σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το ρολόι. Η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ. Βρισκόντουσαν καθισμένοι σε αυτό το γραφείο περίπου πέντε ώρες, και ακόμα δεν είχαν βρει τίποτα. Αλλά αυτό που δεν μπορούσε να χωνέψει, ήταν πως ακόμα δεν είχαν τελειώσει με τις φωτογραφίες.

-Χριστέ μου, και την παρακολουθούσε μόνο τρεις μήνες σχολίασε απελπισμένη κοιτώντας τον κουτί που είχε τις φωτογραφίες.

-Ο τύπος πρέπει να ήταν με μια φωτογραφική στο χέρι και να τράβαγε πέντε φωτογραφίες το δευτερόλεπτο, συνέχισε ο Αστυνόμος Πανόπουλος και για να δώσει βαρύτητα σε αυτό που έλεγε έβαλε εφτά φωτογραφίες την μια δίπλα στην άλλη. Αν τις περάσεις με ταχύτητα μπροστά από μια κάμερα, φτιάχνεις βίντεο, της είπε.

Η Αστυνόμος Μπακοπούλου χαμογέλασε,αν και ήξερε πως δεν θα έπρεπε. Η υπόθεση ήταν αρκετά σοβαρή, αλλά αν δεν ξέκλεβε λίγο χρόνο για να διασκεδάσει θα τρελαινόταν. Ίσως να έδωσε και αυτό το ελεύθερο στον εαυτό της, μιας και ένιωθε πως είχε ενεργήσει σωστά, αφού είχαν ενημερώσει αμέσως το τμήμα που ασχολιόταν με άτομα σαν τον Παναγιώτη Ηλιού, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί ότι θα άνοιγαν νέα υπόθεση εναντίον του και θα τον είχαν υπό στενή παρακολούθηση.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και το κεφάλι του βοηθού του εμφανίστηκε.

-Το φαντάστηκα ότι θα είστε ακόμα εδώ, σχολίασε και μπήκε μέσα. Φορούσε ρούχα που δεν ταίριαζαν με την δουλειά. Είχε αντικαταστήσει το λινό παντελόνι και το πουκάμισο με μια μπλε φόρμα και ένα λευκό φούτερ.

-Ήμουν στο γυμναστήριο μέχρι να λάβω κάποια αποτελέσματα, τους ενημέρωσε όταν είδε πως τον κοιτούσαν, αν και οι δύο Αστυνόμοι τον κοιτούσαν απορημένοι για τον λόγο που άλλαξε όχι για τα ρούχα που φορούσε.

-Τι αποτελέσματα; τον ρώτησε ο Αστυνόμος Πανόπουλος και έσπρωξε μια καρέκλα με το πόδι για να κάτσει ο βοηθός του.

Ο Άγγελος έκατσε στην καρέκλα και την έφερε όσο πιο κοντά στο τραπέζι γινόταν φέρνοντας μαζί του και μυρωδιές από σαπούνι και αντρική κολόνια. Κάτι που εκτίμησε η Αστυνόμος όχι όμως και ο Αστυνόμος που ένιωσε πως ίσως έπρεπε να ανοίξει κάποιο παράθυρο.

-Έψαχνα να βρω την οικογενειακή κατάσταση του Παπαδιαμάντη, τους εξήγησε. Είναι μοναχοπαίδι και οι γονείς του τώρα ζούνε στην επαρχία. Από την επικοινωνία που είχα μαζί τους, κατάλαβα πως δεν τα πάνε καλά. Συγκεκριμένα, έψαξε στο σημειωματάριο του, η μητέρα του είπε ότι δεν θα της έκανε εντύπωση αν τους φόνους τους είχε κάνει αυτός.

-Γιατί το είπε αυτό; Είχε δείξει σημάδια και στο παρελθόν; τον ρώτησε ο Αστυνόμος Πανόπουλος.

-Αυτό την ρώτησα και εγώ, είπε χαμογελώντας ο Άγγελος, αλλά αρνήθηκε να μιλήσει. Είπε ότι ήταν σφραγισμένα αυτά.

-Σφραγισμένα; απόρησε η Αστυνόμος Μπακοπούλου που προτιμούσε να μην μιλάει πολύ μπροστά στον Άγγελο, γιατί της φαινόταν ότι δεν χαιρόταν που ήταν και αυτή εκεί.

-Αυτόν ακριβώς τον όρο χρησιμοποίησε, αποκρίθηκε κοιτώντας την, και εγώ σκέφτηκα, τι μπορεί να είναι σφραγισμένο;

-Ένας φάκελος, πετάχτηκε ο Αστυνόμος Πανόπουλος και έκατσε καλύτερα στην καρέκλα του. Τα πράγματα είχαν πάρει άλλη τροπή με μεγάλη ταχύτητα, και ήθελε να ήταν πολύ προσεκτικός στην λήψη νέων πληροφοριών.

-Ακριβώς. Αυτά τα αποτελέσματα περίμενα, κοίταξε ασυναίσθητα το ρολόι του, από τις τρεις το μεσημέρι.

-Και; τον ρώτησε ανυπόμονα ο Αστυνόμος Πανόπουλος και άρχισε να κουνάει νευρικά το πόδι του.

-Δεν μου επέτρεψαν να τον πάρω, αλλά μου πρότειναν να μιλήσω με τον γιατρό του. είπε και άπλωσε το χέρι προς τον Αστυνόμο που ήταν έτοιμος να τον διακόψει. Αλλά η ώρα είχε περάσει και ο υπάλληλος ήθελε να πάει σπίτι του, μου υποσχέθηκε τουλάχιστον πως θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνει.

Οι δύο Αστυνόμοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, σχεδόν χαμογέλαγαν. Ίσως είχαν βρει κάτι, που με αύτο να μπορούσαν να χτυπήσουν το γερό οικοδόμημα που είχε χτίσει ο Παπαδιαμάντης γύρω του. Από την άλλη, ο Άγγελος που δεν περίμενε πως θα του έδιναν τα εύσημα για την δουλειά που έκανε, σηκώθηκε για να φύγει.

-Που πας; τον ρώτησε χαμογελώντας ο Αστυνόμος Πανόπουλος.

Ο Άγγελος γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένος.

-Πάρε εδώ, του έδωσε λεφτά. Πήγαινε πάρε κάτι να φάμε να πιούμε και έλα. Έχουμε δουλειά.

Πήρε τα λεφτά και με αργές κινήσεις πήγε προς την πόρτα.

-Και που είσαι, του είπε πάλι ο Αστυνόμος, έκανες περίφημη δουλειά σήμερα.

Ο Άγγελος γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε αλλά χάρηκε περισσότερο, όταν είδε πως και η Αστυνόμος φάνηκε να χαίρεται για την δουλειά που είχε κάνει. Τότε χαμογέλασε ακόμα πιο πολύ.

Ένα νέφος αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα του γραφείου από τα δύο τσιγάρα που επέτρεψε ο Αστυνόμος Πανόπουλος στον εαυτό του να κάνει. Παρότι είχε ανοίξει το παράθυρο, ο αέρας που φυσούσε έσπρωχνε προς τα μέσα τον καπνό παρά τον έδιωχνε έξω στον ήδη δηλητηριασμένο αέρα της μεγαλούπολης. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με φωτογραφίες, χάρτινα κουτιά από πίτσες, αλουμινένια κουτιά αναψυκτικών και μερικά από μπύρα. Στο κέντρο, δέσποζε το κουτί των παπουτσιών που είχε ακόμα μερικές φωτογραφίες μέσα. Φωτογραφίες που θα έπρεπε να περιμένουν, καθώς οι τρεις Αστυνομικοί που ήταν γύρω από αυτές, είχαν κοιμηθεί αρκετή ώρα πριν. Οι πρώτοι ήχοι της πόλης είχαν κάνει την εμφάνιση τους, αλλά ήταν τόσο κουρασμένοι που χρειάστηκε να κορνάρει επίμονα ένα κολλημένο απορριμματοφόρο για να σηκώσουν απότομα τα κεφάλια τους από το τραπέζι. Η Αστυνόμος Μπακοπούλου, πετάχτηκε όρθια καθαρίζοντας το στόμα της από μια μικρή ποσότητα σάλιων που είχε ξεφύγει από το στόμα της, ενώ απέναντι της ο Αστυνόμος Πανόπουλος ξεκολλούσε μια φωτογραφία που είχε κολλήσει στο μέτωπο του. Από την άλλη ο Άγγελος φάνηκε να έχει ένα χαλαρό ξύπνημα, καθώς το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να καθαρίσει τα μάτια του από τα αποξηραμένα δάκρυα.

-Αν ήμασταν σε ταινία, αυτή η φωτογραφία θα έπρεπε να λύσει την υπόθεση, σχολίασε ο Αστυνόμος και έδειξε την φωτογραφία που είχε κολλήσει στο μέτωπο του. Παρόλο που αστειευόταν, λίγο πριν την βάλει στην άκρη, την κοίταξε με προσοχή.

-Πόση ώρα κοιμόμαστε; αναρωτήθηκε η Αστυνόμος Μπακοπούλου ψάχνοντας ανάμεσα στις φωτογραφίες για το κινητό της.

Ο Άγγελος σηκώθηκε από την καρέκλα του και έκανε μερικές διατάσεις για να ξεπιαστεί. Ύστερα πήρε ένα κρύο κομμάτι πίτσας, και άρχισε να το τρώει.

-Θα πάω να αλλάξω, είπε ανάμεσα στις μεγάλες μπουκιές που έκανε, και μετά θα επικοινωνήσω με τον γιατρο μήπως εχω τιποτα νέα.

Ο Αστυνόμος Πανόπουλος κούνησε το κεφάλι του και στην συνέχεια κοίταξε γύρω του.

-Πήγαινε, έχουμε πολύ δουλειά ακόμα εδώ.

Πριν ξεκινήσουν την δουλειά που είχαν αφήσει στην μέση, αποφάσισαν να επισκεφτούν το κυλικείο για να πάρουν έναν καφέ που θα τους βοηθούσε να ενεργοποιηθούν λίγο πιο γρήγορα. Είχαν μετανιώσει για την κίνηση τους αυτή, από την στιγμή που πέρασαν την πόρτα του κυλικείου. Όλες οι τηλεοράσεις έδειχναν την ίδια εκπομπή. Η εκπομπή εκείνη την ώρα είχε κάνει ζωντανή σύνδεση με το νεκροταφείο όπου κηδευόταν ο παρουσιαστής, που είχε πέσει θύμα του δολοφόνου. Η ένταση του ήχου ήταν δυνατά. Έτσι μπορούσαν όλοι να ακούσουν για το γεγονός πως ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τόσα άτομα, και πως η Αστυνομία δεν είχε κανένα στοιχείο ακόμα. Κάτι για το οποίο ο κεντρικός παρουσιαστής, αναρωτήθηκε αν έφταιγε το γεγονός πως ο δολοφόνος ήταν μια ιδιοφυία, ή οι αξιωματικοί της Αστυνομίας άχρηστοι. Πολλοί γέλασαν με το τελευταίο σχόλιο. Ήταν όλοι αυτοί που κάθονταν πλάτη στους δύο Αστυνόμους, και δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία τους.

Πήραν αμέσως τους καφέδες από τον υπάλληλο που τους κοίταγε με κατανόηση, και πήγαν στο γραφείο. Όταν έκατσαν στις καρέκλες τους, ο Αστυνόμος Πανόπουλος, απόρησε που η συνάδελφος του είχε πάρει τόσο χαλαρά το γεγονός πως όλοι γέλαγαν πίσω από την πλάτη τους.

-Ξέρεις τι έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια, του απάντησε αυτή, πίσω αλλά και μπροστά από την πλάτη μου.

-Και πως το αντιμετώπισες; την ρώτησε και έκατσε αναπαυτικά στην καρέκλα του.

Η Αστυνόμος του έδειξε το τραπέζι.

-Με πολύ δουλειά και αποτελέσματα, του είπε και άπλωσε το χέρι της για να πάρει μερικές φωτογραφίες από το κουτί.

Μπορεί τα πράγματα να μην έγιναν όπως σε μια ταινία, δηλαδή η φωτογραφία που θα τους βοηθούσε να ήταν αυτή που είχε κολλήσει στο πρόσωπο του Αστυνόμου, αλλά έγιναν όπως στην πραγματική ζωή. Δηλαδή η φωτογραφία που θα τους βοηθούσε, ήταν από τις τελευταίες που έβγαλαν από το κουτί.

Ήταν αρκετά σκοτεινή και το μόνο που μπορούσαν να δουν, ήταν την σιλουέτα του δολοφόνου και πως είχε αρκετή δύναμη για να μεταφέρει μια σχεδόν αναίσθητη κοπέλα. Έμειναν να την κοιτάνε για αρκετή ώρα. Προσπάθησαν να παρατηρήσουν κάθε pixel της. Έψαχναν να βρουν απαντήσεις σε όλο το μήκος και το πλάτος της.

-Αν είναι δυνατόν, φώναξε στο τέλος ο Αστυνόμος Πανόπουλος, τόσες φωτογραφίες έχει με την Νίκη να βάζει ποτά, και για το κρίσιμο σημείο τράβηξε μόνο μια.

-Αν τράβαγε παραπάνω, θα έλεγες: αν είναι δυνατόν, τράβαγε φωτογραφίες ενώ η Νίκη κινδύνευε, αποκρίθηκε η Αστυνόμος προσπαθώντας, μάταια, να μιμηθεί τον συνάδελφο της.

Αυτός χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Ίσως ήταν η πρώτη φόρα που δούλευε σε κάποια υπόθεση που υπήρχε χώρος και για λίγο χιούμορ.

-Και τώρα; την ρώτησε και της έδειξε την φωτογραφία.

Η Αστυνόμος Μπακοπούλου την πήρε στα χέρια της και την κοίταξε για τελευταία φορά.

-Έχω μια φίλη. Ίσως μπορεί να βοηθήσει. Τουλάχιστον να μας πει τις διαστάσεις του δολοφόνου.

Ο Αστυνόμος την κοίταξε, το σκέφτηκε για λίγο και στην συνέχεια της έδωσε την συγκατάθεση του. Η Αστυνόμος Μπακοπούλου έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το γραφείο για τα γραφεία του τεχνικού τμήματος.

Ο Αστυνόμος έμεινε μετά από αρκετές μέρες μόνος του στο γραφείο. Μόνο όταν έγινε κατάλαβε πόσο του είχε λείψει αυτό. Έκατσε στην καρέκλα του γραφείου του και τεντώθηκε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε άλλο, ύστερα έτριψε τα μάτια του και σηκώθηκε, πήγε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω.

Ο καιρός είχε αρχίσει να φτιάχνει. Ο ήλιος από ότι φαινόταν, θα ήταν όλοι την μέρα ψηλά στον ουρανό χωρίς εμπόδια. Θα ζέσταινε την πόλη και θα την στέγνωνε από τα τελευταία σημάδια που είχαν αφήσει οι βροχές των τελευταίων ημερών. Το ίδιο είχαν σκεφτεί και όσοι περπατούσαν στον δρόμο για τις δουλειές τους, καθώς οι περισσότεροι είχαν αφήσει τις ομπρέλες τους στα σπίτια τους. Κοίταξε την γύρω περιοχή. Τα ψηλά κτίρια που φωτίζονταν από τον πρωινό ήλιο, τα δέντρα που έμοιαζαν στο ζενίθ τους ύστερα από τόσο νερό, τα χρώματα των κτιρίων ή των καλλιτεχνών του δρόμου που ήταν πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, ενώ δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί την καλή διάθεση που είχαν πολλοί περαστικοί, χαμογελαστοί και με χαλαρό περπάτημα.

Η πόρτα πίσω του άνοιξε και έκλεισε. Αυτός συνέχισε να παρατηρεί όλα όσα γίνονταν έξω. Ύστερα από λίγο, η πόρτα άνοιξε και έκλεισε ξανά. Συνοφρυωμένος γύρισε να δει για πιο λόγο είχε γίνει αυτό. Είδε τον Άγγελο και την Αστυνόμο Μπακοπούλου να κάθονται και να συνομιλούν χαμηλόφωνα. Ο Άγγελος έδειχνε σχεδόν ενθουσιασμένος, ενώ η Αστυνόμος, δυσκολεύοταν να κρύψει την έκπληξη της.

-Τι συμβαίνει; τους ρώτησε.

Και οι δύο τινάχτηκαν σαν να μην είχαν δει τον Αστυνόμο.

-Έμαθα το όνομα του γιατρού που κούραρε τον Παπαδιαμάντη, του είπε ο Άγγελος.

Ο Αστυνόμος Πανόπουλος δεν μίλησε απλά του έκανε νόημα να συνεχίσει.

-Στέφανος Παππάς, του ανακοίνωσε.

Ο Αστυνόμος Πανόπουλος στηρίχτηκε στο χαμηλό ντουλάπι πίσω του για να μην πέσει, ένιωσε τα πόδια του αδύναμα, να μην μπορούν να κρατήσουν το βάρος του σώματος του.

-Ο Στέφανος Παππάς; το τρίτο θύμα; τον ρώτησε.

-Αυτός, του απάντησε ο Άγγελος.

-Και γιατί μαθαίνουμε τώρα την ιδιότητα του, του είπε και πήγε προς το γραφείο του όπου είχε τις σημειώσεις όλων των φόνων. Συνταξιούχο δεν μας τον δήλωσαν, συνταξιούχο δημοσίου;

- Είχε διαγραφεί από τον ιατρικό σύλλογο, τον ενημέρωσε ο Άγγελος, και μαντέψτε πότε έγινε.

-Την περίοδο που κούραρε τον Παπαδιαμάντη, μάντεψε ο Αστυνόμος.

Η Αστυνόμος Μπακοπούλου και ο Άγγελος, κούνησαν σχεδόν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους.

-Για ποιο λόγο τον κούραρε; τον ρώτησε.

- Ο φάκελος έχει περισσότερα απόρρητα και από φάκελο των μυστικών υπηρεσιών, σχολίασε ο Άγγελος. Πάντως σαν πρώτη γνωμάτευση, σημειώνει ο γιατρός πως είχε βίαιη συμπεριφορά προς οικείους του, ενώ παρατηρήθηκε λίγο πριν νοσηλευτεί πως κακοποιούσε ζώα.

-Θέλω να μιλήσεις ξανά με τους γονείς του, του είπε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Αστυνόμος. Πες τους ότι τα ξέρουμε όλα και αν αρνηθούν να μιλήσουν, απείλησε τους πως θα τους φέρουμε σηκωτούς εδώ πέρα.

Ο Άγγελος έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το γραφείο με ένα κοκτέιλ συναισθημάτων που περιείχε, ενθουσιασμό και άγχος. Ενθουσιασμό για την εξέλιξη της υπόθεσης, και άγχος γιατί είχε αναλάβει ένα δύσκολο κομμάτι. Να ζητήσει από γονείς, να προδώσουν το παιδί τους.

Οι δύο Αστυνόμοι έμειναν μόνοι μέσα στο γραφείο. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαν να έκαναν ανταλλαγή πληροφοριών με ασύρματη σύνδεση.

-Είσαι έτοιμη να τον φέρουμε εδώ; την ρώτησε.

-Είμαι, του απάντησε. Και μου ήρθε μια ιδέα. Θα βάλουμε τους Αστυνομικούς να κάνουν κάτι για εμάς.

Τα χάπια έκαναν αρκετά καλά την δουλειά τους. Κοιμόταν και ξυπνούσε χωρίς τρομακτικά όνειρα, και χωρίς να φοβάται για το τι θα ξημερώσει. Είχε πλέον συνηθίσει τους Αστυνομικούς μέσα στο σπίτι του, και έτσι αποφάσισε να το διασκεδάσει και λίγο, είτε βγαίνοντας στην πίσω βεράντα για να τους δει να αγχώνονται, είτε μένοντας αρκετή ώρα μέσα στην τουαλέτα, αναγκάζοντας τον έναν να βγαίνει στην βεράντα, φοβούμενοι ότι θα το σκάσει από το παράθυρο, που ομολογουμένως, δεν χώραγε να περάσει με τίποτα. Το διασκέδαζε κάθε φορά, αλλά αμέσως μετά ένιωθε τύψεις για αυτούς τους ανθρώπους, που την μισή μέρα την περνούσαν μαζί του μακριά από τις οικογένειες τους, γιατί ήξερε ότι είχαν. Τους είχε ρωτήσει. Είχε μιλήσει μαζί τους, και θεωρούσε πως πλέον δεν τους έβλεπε σαν φρουρούς του, σαν την προσωποποίηση του εγκλεισμού του. Δεν έφταιγαν αυτοί που δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι. Έφταιγε ο κόσμος που ερχόταν κάθε μέρα έξω από το σπίτι του και οι ρεπόρτερ που κατασκήνωναν έξω από αυτό. Όταν έγραψε αυτά που είχε να πει στον λογαριασμό του στα κοινωνικά δίκτυα, ήθελε απλά να πει αυτά που ήθελε να πει πριν είναι ήδη αργά, και όχι να ξεσηκώσει τον κόσμο και να κατακλύσει τον δρόμο έξω από το σπίτι. Ήθελε να τα πει, γιατί ήξερε πως μόλις τον έβλεπαν με τις χειροπέδες στα χέρια, τότε,σαν τα κοράκια που περιμένουν υπομονετικά, θα έπεφταν να τον φάνε ζωντανό. Και όταν τα κοράκια έκαναν την επίθεση τους, δεν υπήρχε γυρισμός.

Βρισκόταν στο δωμάτιο του ακούγοντας μουσική. Όχι πολύ δυνατά για να μπορεί να παρακολουθεί τι γινόταν στο σπίτι και έξω από αυτό. Οι φωνές των ανθρώπων που ήταν στον δρόμο, είχαν αρχίσει να ακούγονται. Οι πρώτοι είχαν αρχίσει να έρχονται.

-Μα καλά δεν έχουν δουλειές; απόρησε στην ησυχία της διακοπής ανάμεσα από τα τραγούδια.

Ξαφνικά, ένας από τους Αστυνομικούς εμφανίστηκε στην πόρτα, συγκεκριμένα από την μέση και πάνω, και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Ο Πέτρος σηκώθηκε και χωρίς να κλείσει την μουσική, τον ακολούθησε μέχρι την κουζίνα όπου τον περίμενε ο άλλος Αστυνομικός.

-Ντύσου. Σε θέλουν οι Αστυνόμοι, του ανακοίνωσε ο Αστυνομικός που καθόταν στην καρέκλα δίπλα από την πόρτα που οδηγούσε στο μπαλκόνι.

-Οκ, είπε αυτό χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλά θα είναι δύσκολο να βγω από εδώ, συμπλήρωσε δείχνοντας από την πλευρά του σπιτιού που έβλεπε στον δρόμο.

-Μην σε απασχολεί, τον καθησύχασε αυτός, απλά πήγαινε ντύσου.

Διάλεξε προσεχτικά τι ρούχα θα έβαζε. Ένα παντελόνι cargo μαύρο και ένα μπλουζάκι γκρι. Προσπάθησε το μπλουζάκι να είναι απλό, χωρίς στάμπα, ούτε από τα αγαπημένα του με τις στάμπες των ξένων συγκροτημάτων. Ο κόσμος ήταν ικανός να λάβει λάθος μηνύματα από ένα απλό μπλουζάκι με κάποια περίεργη στάμπα, ενώ ήταν σίγουρος πως οι εκπομπές θα έψαχναν να κάνουν μια σύνδεση με το συγκρότημα που θα έφερε το σήμα του στην μπλούζα. Πάνω από το μπλουζάκι, φόρεσε μια μαύρη ζακέτα με κουκούλα και τα μαύρα του παπούτσια. Ύστερα πήγε στην κουζίνα.

Από το σπίτι βγήκε πρώτα ο πρώτος Αστυνομικός και ύστερα αυτός. Την πόρτα έκλεισε ο δεύτερος Αστυνομικός που ενημέρωσε και τους συναδέλφους του από τον ασύρματο ότι ξεκινούσαν. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Πέτρος είδε πως δεν πήγαν προς την εξωτερική πόρτα αλλά συνέχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά, με κατεύθυνση την πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή.

-Από που θα βγούμε; τους ρώτησε χωρίς να λάβει απάντηση από κάποιον.

Ο πρώτος Αστυνομικός βγήκε στην αυλή και κοίταξε τα σπίτια που βρίσκονταν γύρω από την αυλή. Ύστερα πήγε προς τον φράχτη που χώριζε την αυλή με το σπίτι που η πρόσοψη του έβλεπε στον από κάτω δρόμο.

Θα με βγάλουν από την πυλωτή της πολυκατοικίας, σκέφτηκε και βοήθησε τον Αστυνομικό να τοποθετήσουν μια σιδερένια σκάλα στον τσιμεντένιο φράχτη. Ο συνοδός του, του έκανε νόημα να ανέβει. Αυτός υπάκουσε χωρίς να πει τίποτα. Ανέβηκε ως την κορυφή, και με χαμόγελο αντίκρισε άλλο ένα ζευγάρι Αστυνομικών και μια άλλη σκάλα να τον περιμένει. Με προσεχτικές κινήσεις, άφησε την μια σκάλα για την άλλη και κατέβηκε. Περίμενε πως θα ερχόντουσαν και οι συνοδοί μαζί του, αλλά όταν η σκάλα από την άλλη μετακινήθηκε, κατάλαβε πως θα άλλαζε συνοδούς. Ίσως να μην κράταγαν τους ίδιους συνοδούς για να μην δεθούν με αυτόν που πρόσεχαν. Στεναχωρήθηκε καθώς σκέφτηκε ότι δεν θα μάθαινε πως τα πήγε η κόρη του ενός στον διαγωνισμό χορού που του έλεγε την προηγούμενη μέρα.

Από ότι φαινόταν, δεν ήθελαν να μάθει κανείς για την μετακίνηση αυτή, καθώς όταν έφτασαν στο Μέγαρο της Αστυνομίας δεν σταμάτησαν από έξω, αλλά πήγαν κατευθείαν στο υπόγειο πάρκινγκ και από εκεί τον ανέβασαν στο γραφείο του Αστυνόμου. Όταν μπήκε μέσα, τους βρήκε να κάθονται πίσω από ένα τραπέζι, οι δύο Αστυνόμοι, ο ένας δίπλα στον άλλον. Αυτός χαμογέλασε.

-Καλημέρα σας.

واصل القراءة

ستعجبك أيضاً

1.5K 216 51
Ο δικηγόρος της σχεδόν 18 χρονών Ελένης, μετά τον τραγικό θάνατο των γονιών της, αποφασίζει να την υιοθετήσει μια άλλη οικογένεια. Η οικογένεια αυτή...
1.3K 156 7
Μία μικρή ιστορία για κάθε θανάσιμο αμάρτημα. Βουτήξτε.
4.9K 586 19
Περιληψη στο πρωτο κεφαλαιο
176K 16.9K 41
"Όχι όμως όπως το θέλεις εσύ Μελίνα"