16.

9 2 0
                                    


Πετάχτηκε από τον ύπνο του λουσμένος από τον ιδρώτα και βαριανασαίνοντας. Κοίταξε γύρω του. Ήταν στο κρεβάτι του. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό,αλλά αυτός συνέχισε να ιδρώνει σαν να ήταν Αύγουστος. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, και παραπατώντας πήγε προς την τουαλέτα. Στην διαδρομή,σκόνταψε πάνω στο μπουκάλι με το ουίσκι που είχε ξεκινήσει να πίνει μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι. Ήταν κουρασμένος όμως, και με το ζόρι ήπιε δύο ποτήρια. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως από αυτήν την ιστορία θα έβγαινε ή αλκοολικός ή εθισμένος στα χάπια, αφού το βράδυ προτίμησε να πιει παρά να πάρει τα χάπια. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Έδειχνε όσο χάλια ένιωθε, ενώ πονούσε σε όλο του το κορμί. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του και προσπάθησε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που τον είχε ξυπνήσει. Πίεσε τον εαυτό του για να θυμηθεί αν είχε δει κάποιο όνειρο.

Βγήκε από την τουαλέτα και πήγε προς την κουζίνα. Το στόμα του είχε στεγνώσει ενώ ακόμα προσπαθούσε να βρει την ισορροπία του. Πήγαινε προς το ψυγείο, όταν ένας ξαφνικός πόνος στο κεφάλι τον έριξε πάνω στο τραπέζι, που τελευταία στιγμή πιάστηκε για να μην πέσει, παρασέρνοντας τις καρέκλες. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι ,και το πίεσε προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πόνο. Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα πρόσωπο, ίσα που πρόλαβε να δει τα τρομαγμένα της μάτια πριν κλείσει τα δικά του και ύστερα το απόλυτο σκοτάδι.

Δεν πίστευε στα μάτια του όταν κατάλαβε πως είχε χτυπήσει στο ίδιο σημείο, ο δολοφόνος έκανε ότι ήθελε. Όταν ξεκίνησε από το σπίτι του δεν ήξερε τι θα αντιμετωπίσει καθώς το μόνο που του είχαν πει ήταν να πάει εκεί. Κοίταξε τον χώρο γύρω του καθώς περπατούσε προς το σημείο που ήταν ο κόσμος μαζεμένος. Οι Αστυνομικές δυνάμεις ήταν λιγότερες από την προηγούμενη φορά,ενώ τα ασθενοφόρα ήταν δύο. Ασυναίσθητα, άρχισε να τρέχει. Ήθελε να δει αν είχε καταλάβει καλά. Δεν ήθελε να πιστέψει πως αυτή την φορά τα θύματα ήταν παραπάνω από ένα. Είχε σχεδόν φτάσει, όταν το ένα από τα δύο ασθενοφόρα έφυγε βιαστικά. Έκανε στην άκρη και έμεινε να το κοιτάει μπερδεμένος.

-Αστυνόμε, άκουσε μια φωνή μέσα από τα σκοτάδια.

Ο Αστυνόμος Πανόπουλος κοίταξε χωρίς να μπορεί να καταλάβει ποιος ήταν. Πλησίασε βιαστικά, ήταν ο Άγγελος, ο βοηθός του που τον πλησίαζε και αυτός το ίδιο βιαστικά με αυτόν.

-Τι έγινε; τον ρώτησε πιέζοντας τον εαυτό του αφού του είχε κοπεί η ανάσα.

-Ελάτε, του είπε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.

Ο Προφήτης του θανάτουWhere stories live. Discover now