22.

16 2 0
                                    


Ένιωθε ότι κάπου το είχε ξαναδεί αυτό το δωμάτιο. Το ένιωθε οικείο χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Το ένιωθε τόσο οικείο, που φαινόταν και από τον τρόπο που κινούνταν μέσα σε αυτό. Χωρίς να πέσει πάνω σε κάποιο εμπόδιο, παρόλο που ο φωτισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Βρήκε εύκολα τον διακόπτη για το φως αλλά δεν τον πάτησε. Αντιθέτως πήγε προς τον διάδρομο του σπιτιού που ήταν ακόμα πιο σκοτεινός, αλλά με μια υποψία φωτός στο δωμάτιο όπου κατέληγε ο διάδρομος. Προχώρησε με αργό βηματισμό. Από το παχύ χαλί πέρασε σε μωσαϊκό. Το κρύο που ένιωσε τον έκανε να κοιτάξει κάτω. Ήταν ξυπόλητος. Συνοφρυωμένος, συνέχισε προς το δωμάτιο που υπήρχε το φως. Ασυναίσθητα, άγγιξε τον τοίχο με το χέρι του. Ένιωσε την τραχιά επιφάνεια που ήταν ζεστή σε αντίθεση με το πάτωμα.

Θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο Κώστας, όταν είχαν πρωτογνωριστεί στο μαγαζί που σύχναζαν, πως το σπίτι που είχε νοικιάσει είχε μια καινοτομία όπου σωλήνες πέρναγαν μέσα από τον τοίχο με ζεστό νερό για να θερμαίνουν τους τοίχους. Μια καινοτόμα θέρμανση, κάπως έτσι το είχε χαρακτηρίσει. Κοντοστάθηκε μέσα στον σκοτεινό διάδρομο και κοίταξε πίσω του. Το δωμάτιο, του ήταν οικείο γιατί είχε βρεθεί ξανά εκεί, ήταν στο σπίτι του Κώστα. Κοίταξε πάλι μπροστά. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ήθελε να τρέξει, να πάει προς το φως αλλά δεν μπορούσε. Μια αόρατη δύναμη τον κράταγε εκεί. Έσφιξε τα δόντια, και προσπάθησε να προχωρήσει προς το φως. Μια φωνή μέσα του όμως,του έλεγε πως δεν έπρεπε να πάει, και πως έπρεπε να γυρίσει από την άλλη και να φύγει. Αυτός κούνησε το κεφάλι του απαντώντας σε αυτήν την φωνή πως διαφωνούσε. Η αόρατη δύναμη, χαλάρωσε και έτσι κατάφερε να κινηθεί προς το δωμάτιο. Η φωνή ήταν ακόμα εκεί. Του έλεγε πως θα το μετάνιωνε αν πέρναγε την πόρτα του δωματίου. Ο Πέτρος όμως την αγνόησε και την πέρασε. Βρέθηκε στο δωμάτιο του Κώστα. Ήταν όπως το θυμόταν, με τις αφίσες στον τοίχο γνωστών ξένων συγκροτημάτων, με την εντοιχισμένη ντουλάπα στα δεξιά του και το κρεβάτι απέναντι από αυτήν, ξέστρωτο, γιατί ο Κώστας πάντα βαριόταν να το στρώσει. Το δωμάτιο ήταν μακρόστενο, και το γραφείο χωρούσε μόνο μπροστά από το παράθυρο που εκείνη την ώρα ήταν κλειστό. Εκεί, είδε τον Κώστα να κάθεται μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή με λευκό φόντο.

Δεν ακουγόταν τίποτα. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έκανε ο Κώστας, αλλά η πλάτη του τον εμπόδιζε από το να δει. Πιθανότατα όμως, να άκουγε μουσική με ακουστικά αλλιώς τόση ώρα θα τον είχε ακούσει να πλησιάζει. Προσπάθησε να μιλήσει για να του τραβήξει την προσοχή, αλλά δεν μπόρεσε. Η φωνή του, για άλλη μα φορά, δεν έβγαινε από το στόμα του, ενώ η άλλη φωνή, για τελευταία φορά του έλεγε να κάνει πίσω. Τώρα, βρισκόταν ένα βήμα πίσω από τον καθιστό Κώστα. Πλέον μπορούσε να δει πως η οθόνη του υπολογιστή έδειχνε μια ψηφιακή κόλλα χαρτί, ήταν το πρόγραμμα που έγραφε τα άρθρα του. Η σελίδα ήταν κενή. Ίσως να ήταν έτοιμος να γράψει κάτι. Άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε τον ώμο του Κώστα. Αυτός δεν αντέδρασε. Έβαλε λίγη δύναμη, και τον γύρισε. Έκανε πίσω βήματα όταν είδε το κενό βλέμμα του φίλου του και την λερωμένη μπλούζα από αίμα. Κοίταξε το πάτωμα. Μια λίμνη αίματος είχε δημιουργηθεί στο σημείο που ήταν η καρέκλα. Απομακρύνθηκε προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στον φίλο του. Με μικρά βήματα κινήθηκε προς τα πίσω.

Ο Προφήτης του θανάτουOn viuen les histories. Descobreix ara