33.

10 2 0
                                    


Δυσκολεύτηκε αρκετά να κοιμηθεί το βράδυ. Μέσα στο κεφάλι του γυρνούσε η ιδέα της εκδίκησης των δύο Αστυνομικών. Οι οπαδοί του τον είχαν εγκαταλείψει, με κάποιες εξαιρέσεις, ενώ πολλοί είχαν αρχίσει να αποδημούν το φαινόμενο Προφήτης, λέγοντας πως ήταν απλά ένας παράφρων με αίσθηση στην μυθομανία αλλά και στην διαφήμιση. Ο Αστυνόμος Πανόπουλος υποψιαζόταν από την αρχή πως υπήρχε περίπτωση να υπάρχει συνεργάτης, το ίδιο πλέον έλεγε και η κοινή γνώμη. Κάτι που τον εκνεύριζε ακόμα περισσότερο, καθώς ήθελε, πλέον, να δείξει σε όλους πως ότι είχε κάνει μέχρι τώρα, το είχε κάνει μόνος του, χωρίς συνεργάτες χωρίς καμιά βοήθεια. Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταγε τους ανθρώπους που πήγαιναν στην δουλειά τους, όταν σκέφτηκε να γράψει άλλο ένα μήνυμα που θα εξηγούσε στους πάντες, πως ο Κώστας Ματθαίου, που η κοινή γνώμη έβλεπε στο πρόσωπο του τον συνεργάτη του, δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα αναπάντεχο εργαλείο, καθώς τυφλωμένος από την ανάγκη να γίνει διάσημος, είχε δημιουργήσει τον Προφήτη. Όφειλε να ομολογήσει πως οι κινήσεις του Κώστα ήταν μάννα εξ ουρανού.

Ύστερα από αρκετή ώρα περισυλλογής και αρκετών χιλιομέτρων περπατήματος μέσα στο σπίτι, έκατσε στην καρέκλα και άνοιξε την τηλεόραση για να δει με τι ασχολούνταν πλέον οι πρωινές εκπομπές. Ήταν ακόμα πρώτο θέμα ή θα χρειαζόταν να πάρει δραστικά μέτρα; Όπως καλά υπέθεσε, το θέμα του ήταν τρίτο. Τα κανάλια, είχαν σταματήσει να τον αποκαλούν Προφήτη και πλέον τον έλεγαν με το όνομα του ή ψυχοπαθή δολοφόνο. Μια από τις πρωινές εκπομπές μάλιστα, είχε κάνει σύνδεση με έναν ρεπόρτερ που βρισκόταν έξω από το μέγαρο της Αστυνομίας. Ο λόγος της σύνδεσης αυτής ήταν γιατί λίγα άτομα είχαν μαζευτεί έξω από το κτίριο και ζητούσαν να συλληφθούν οι δύο Αστυνόμοι για ψευδής στοιχεία εναντίον του Προφήτη. Ο Πέτρος αναθάρρησε για λίγο, πίστεψε πως δεν είχε χαθεί τίποτα ακόμα. Αμέσως μετά όμως ο χειριστής της κάμερας πήρε ένα μακρινό πλάνο από τα άτομα που είχαν μαζευτεί, και με απογοήτευση είδε πως ήταν το πολύ είκοσι . Ήθελε περισσότερα, έπρεπε να είναι περισσότερα.

Χαμήλωσε την ένταση του ήχου, γιατί δεν του άρεσαν αυτά που έλεγε ο ρεπόρτερ. Πλέον, δεν φοβόταν κανείς να πει τα πράγματα με το όνομα τους, πως οι ακόλουθοι του δηλαδή, δεν ήταν τίποτα άλλο από ανθρώπους που είχαν πέσει στην παγίδα του και φορούσαν παρωπίδες. Ακούμπησε την πλάτη του στην πλαστική καρέκλα και κοίταξε προς το ταβάνι. Πήγαιναν όλα τόσο καλά. Πίστευε πως μπορούσε να χειριστεί ικανοποιητικά τον Αστυνόμο, πίστευε πως είχε φτάσει σε σημείο να τον βοηθήσει και με την υπόθεση. Χαμογέλασε όταν σκέφτηκε αυτό το ενδεχόμενο. Θα ήταν ότι καλύτερο. Το χαμόγελο του όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς στο μυαλό του ήρθε η Αστυνόμος, αυτή που ανέτρεψε τα πάντα, αυτή που αφύπνισε τον Αστυνόμο και τον έβγαλε από την παγίδα που αυτός τον είχε ρίξει. Μέσα από το λευκό του ταβανιού είδε να σχηματίζεται το πρόσωπο της, να τον κοιτάει χαμογελώντας με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Έστρεψε το βλέμμα του αλλού εκνευρισμένος. Κοίταξε προς την τηλεόραση. Είδε πάλι το πρόσωπο της. Αυτή την φορά ήταν θλιμμένο, εκνευρισμένο και σίγουρα θα ένιωθε εγκλωβισμένη έτσι όπως την είχε στριμώξει ο ρεπόρτερ. Πετάχτηκε από την καρέκλα του και πήρε το χειριστήριο της τηλεόρασης στα χέρια του. Η Αστυνόμος ήταν στην τηλεόραση. Ήθελε να μάθει τι είχε να πει. Ανέβασε την ένταση και περίμενε να τελειώσει ο ρεπόρτερ την ερώτηση του που αν και δεν την άκουσε από την αρχή είχε να κάνει με αυτόν.

Ο Προφήτης του θανάτουWhere stories live. Discover now