Κεφάλαιο 16

43 18 0
                                    

"Μπερι καταλαβαίνω πως νιώθεις αλλά θέλω να μάθω τι έγινε στην Λάιλα όσο εσύ" ξανά λεω για χιλιοστή φορά ενώ τον ακολουθώ σαν την ουρά από πίσω μέχρι το γραφείο του.

"δεν θέλω Ηρώ έχω βοήθεια" απαντάει και τότε βλέπω μια γυναικεία πλάτη να κοίτα τον γεμισμένο πίνακα από στοιχεία για την υπόθεση μας.

Η άγνωστη γυναίκα για εμένα  γύρνα και χαμογελάει αυθόρμητα όταν βλέπει τον Μπερι να κρατά δύο καφέδες στο χέρι. Κάπου την ήξερα, όμως αλλά παρόλα αυτά μου παρέμενε άγνωστη.

"είσαι η Ηρώ;" με ρωτάει ενώ παίρνει τον καφέ από τα χέρια του Μπερι. Της χαμογελάω πλατιά και την ρωτάω για το όνομα της. Όμως όταν έμαθε ποια είμαι έχασε το δικό της και κοίταξε τον Μπερι λίγο πριν μιλήσει.

"είμαι η Αρτέμης, η κοπέλα του Μπερι και παλιά συμφοιτητρια" απαντάει και κοκαλωνω. Ήταν αναμενόμενο αφού είχα επιλέξει άλλων να επιλέξει κι αυτός άλλη αλλά ένιωθα προδομένη γιαυτό.

"χάρηκα" της απαντάω ακόμη με το χαμόγελο στα χείλη και κάνουμε χειραψία. Μου ανταποδίδει και τότε γύρνα πάλι πίσω στον πίνακα για να δει ενώ πίνει μια γουλιά από τον καφέ της. Έριξα το βλέμμα μου προς τον Μπερι να τον δω και παρατήρησα πως την κοιτούσε, ήταν ερωτευμένος μαζί της.

Δεν θέλω να του το στερισω αυτό, σκέφτηκα και τότε πήρα  απόφαση να  φύγω από το γραφείο του με σκυμμένο βλέμμα.

Έφτασα μέχρι το αμάξι μου και μπήκα μέσα με γρήγορες κινήσεις, άφησα ελεύθερο το κεφάλι μου να πέσει προς τα πίσω και τότε έκλεισα τα μάτια μου για να πάρω βαθιές ανάσες από το να κλάψω. Δεν έπρεπε να κλάψω άρχισα να λέω στον εαυτό μου ενώ έπαιρνα βαθιές ανάσες όλο και πιο πολύ. Το κεφάλι μου άρχισε να πονάει, οξύς πόνος άρχισε να με ενοχλεί, έπρεπε να είχα πάρει τα χάπια μου άρχισα να σκέφτομαι.

Σκύβω στο πλάι δίπλα προς τον συνοδηγό για να πιάσω την τσάντα μου, ανοίγω το θερμουαρ και τότε πιάνω τα χάπια μου. Έπιασα με όση δύναμη μπορούσα το μπουκάλι με νερό και δύο χάπια στο χέρι μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τα χάπια να κάνουν την δουλειά τους.

Όταν ξύπνησα ένιωσα κάποιον να βαράει με δύναμη το παράθυρο του συνοδηγού για να ξυπνήσω. Άνοιξα τα μάτια μου σιγά σιγά και τότε παρατήρησα την Αρτέμης να με κοιτάει αγχωμένη. Πάτησα το κουμπί που είχε η πόρτα μου για τα παράθυρα και έσκυψα για να δω τι θέλει.

Ένας δολοφόνος ανάμεσα μαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora