~31~

4.9K 246 46
                                    

Ετρεχα σαν να μήν υπήρχε αύριο. Τα πόδια μου πονούσαν φοβερά. Οι διάδρομοι μου φαινόντουσαν σαν ατελείωτοι λαβύρινθοι. Την ώρα που έτρεχα η μάχη έξω εξελισσόταν. Ακουγα φωνές και βαβούρα. Το κτήριο άρχισε να τρέμει, έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω.

Αμαρρυλίς : Μα τι κάνουν;! Αναφωνησα. Σηκώθηκα γρήγορα και συνέχισα να τρέχω. Εστριψα και έπεσα πάνω στην Κάθι.

Κάθι : Για που το βάλατε δεσποινίς; Μου γρυλισε χαιρέκακα και με σημάδεψε με ενα όπλο στο κεφάλι.

Αμαρρυλίς : Τι θες εσυ εδω; Γρυλισα.

Κάθι : Χαχα νομίζατε οτι θα έλειπα απο το πλευρό της πεθεράς μου;! Φώναξε παρανοϊκά και όπλισε το όπλο της.

Αμαρρυλίς : Ποιά πεθερά σου; Σε χρησιμοποιεί δεν το καταλαβαίνεις; Προσπάθησα να την μεταπείσω.

Κάθι : Πως τολμάς; Πως τολμάς να μιλάς έτσι για την γυναίκα που δώρισε τον Ερμή σε εμας τους κοινούς θνητούς;! Φώναξε και γουρλωσε απο οργή τα μάτια της. Θα σε σκοτώσω! Θα σε σκοτώσω και θα παραδώσω την ψυχή σου στην πεθερά μου! Θα με λατρέψει τόσο πολύ που θα μου χαρίσει τον Ερμη και θα μπορέσω να ζήσω μαζί του για πάντα, για πάντα μαζί. Είπε και γρατζουνισε τα μάγουλα της.

Την κοίταξα έκπληκτη, δεν ήταν στα καλά της. Δεν ξέρω τι της είπε η τι της έκανε η Ανελιζ αλλά είχε χάσει τα μυαλά της.

Αμαρρυλίς : Είσαι για δέσιμο!

Κάθι : Χαχα ίσως, αλλά γι αυτό φταις εσυ, και τώρα ήρθε η ώρα να μου το πληρώσεις! Αντιο Βίκτωρ. Γρυλισε και με πυροβόλησε.

Ενα δυνατό μπάμ ακούστηκε και ένιωσα εναν οξύ πόνο στον δεξιό μου ώμο. Εφυγα λίγα μέτρα πιο πίσω αλλά δεν έπεσα. Την κοίταξα σοκαρισμένη όσο εκείνη γελούσε. Ενας δυνατός κεραυνός χτύπησε τον ουρανό, τόσο εκκωφαντικός που νόμιζες οτι ερχόταν το τέλος του κόσμου.

Κάθι : Ε, τι; Γιατί δεν πέθανες;! Φώναξε έκπληκτη. Η ανάσα μου ήταν βαριά ενω ιδρώτας έσταζε απο το μέτωπο μου.

Κοίταξα τον ώμο μου που ήταν γεμάτος αίμα. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα και το βλέμμα μου ψυχρό και άδειο.

Κάθι : Δεν καταλαβαίνω, η Ανελιζ μου είπε ότι μια μόνο σφαίρα φτάνει για να πεθάνεις. Οπότε γιατί, γιατί δεν πεθαίνεις;! Ούρλιαξε.

Εβαλα τα δάχτυλα μου μέσα στο τραύμα μου και επιασα την σφαίρα που είχε καρφωθεί μέσα μου.

Αμαρρυλίς : Σου είπε ψέμματα.. Ψιθυρισα και την πλησίασα.Με κοίταξε κλαίγοντας. Ηξερε οτι δεν θα πέθαινα τόσο εύκολα. Αυτό που ήθελε είναι να πεθάνεις εσύ. Της είπα και με κοίταξε έκπληκτη.

ÐAÐÐҰ I Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα