~5~

9.2K 307 12
                                    

Μια ηλιόλουστη μέρα, όταν ήμουν μικρή, πήγα μια βόλτα στο πάρκο να παίξω με τις φίλες μου. Θα πρέπει να ήμουν περίπου πέντε με έξι χρονών. Το πάρκο ήταν κάτω απο το σπίτι μου, έτσι πήγα μόνη μου. Την ώρα που περπατούσα είδα στον δρόμο ενα μικρό σκισμένο και βρώμικο αρκουδάκι. Το πλησίασα και το σήκωσα στην αγκαλιά μου. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και το δεξί του αυτι ήταν φαγωμένο. Το βαμβάκι απο την κοιλιά του έπεφτε εξω και έμοιαζε λες και μόλις είχε μαλώσει με ενα λυσσασμένο σκυλί. Το παρατήρησα λίγο όταν ξαφνικά έλαμψαν τα κόκκινα μάτια του. Ακούστηκε ενα αργό και απειλητικό γρυλισμα που στο άκουσμα του πάγωσε το αίμα μου. Ενιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν και τα μάτια μου να κλείνουν. Την επόμενη μέρα ξύπνησα στο νοσοκομείο. Με εγκαύματα τρίτου βαθμού στην κοιλιά και το στήθος. Μου είπαν ότι εγω και οι γονείς μου βρισκόμασταν σπίτι όταν ξέσπασε η φωτιά και ότι όταν ήρθε η πυροσβεστική μόνο εγω ήμουν ζωντανή. Ομως εγω δεν θυμόμουν οτι έγινε έτσι. Οταν το είπα στους γιατρούς νόμιζαν οτι τρελάθηκα. Κανένας δεν με πίστευε. Οσο και να έκλαιγα, όσο και να φώναζα όλοι επέμεναν στο ίδιο ψέμα. Ομως εγω ήξερα, ήξερα τι είχα δει και τι είχα νιώσει. Δεν είχα άλλους συγγενείς έτσι με βάλαν στο ορφανοτροφείο. Τα πρώτα χρόνια ήταν καλά. Αλλά μετά, μετά κάτι έγινε. Είδα στον ύπνο μου εκείνη την μέρα στο πάρκο και άκουσα μια νεαρή φωνή να ψιθυρίζει το όνομα μου. Δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο το ηλιοβασίλεμα εκείνης της ημέρας, άκουγα όμως. Με ρώτησε εαν θυμάμαι την μέρα που γνωριστήκαμε, αρνήθηκα και περίμενα μια απάντηση. Γέλασε και μου είπε οτι ήταν εκείνο το αρκουδάκι που είχα βρεί τότε. Η μάλλον η ψυχή, μέσα σε αυτό το αρκουδάκι. Το όνομα του ήταν Βίκτωρ Παπαδόπουλος και ήταν 19 χρόνων. Μου είπε οτι ηταν δαίμονας και μετά απο μια μάχη με την μητέρα του κλειδώθηκε η ψυχή του σε εκείνο το παιχνίδι. Ημουν μικρή τότε πίστεψα αυτά που μου είπε. Χρειαζόταν, είπε, ενα μέρος για να φυλάξει το πνεύμα και τις δυνάμεις του εφόσον η μητέρα του, του είχε καταστρέψει το σώμα. Υποστήριξε οτι είχαμε τις ίδιες ψυχιες. Ασυμβίβαστες, ανήσυχες, δυνατές. Μου υποσχέθηκε οτι θα μου δώσει μερικές απο τις δικές του δυνάμεις και ως αντάλλαγμα θα κατοικεί στο σώμα μου μέχρι να βρεί μια δυνατότερη ψυχή να παει. Δεν είχα άλλη επιλογή, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τώρα πια είχε ήδη μπεί. Μου ζήτησε συγγνώμη που σκότωσε τους γονείς μου και παραδέχτηκε οτι εκείνος έβαλε την φωτιά στο σπίτι μας τότε. Είπε επίσης οτι τα δυνατά συναισθήματα μου τον ξύπνησαν. Υποσχέθηκε οτι θα με προστατεύει πάντα. Ετσι απο τότε τον κουβαλούσα μαζί μου. Δεν μου μιλούσε συχνά. Σχεδόν ποτέ για την ακρίβεια. Ηθελε λεει χρόνο να ανακτήσει τις δυνάμεις του. "Κοιμάμαι" μου είχε πει όταν ήμουν μικρή. Με τον καιρό οι δυνάμεις που μου έδωσε μεγάλωναν. Ο χαρακτήρας μου διαμορφωνόταν. Ημουν άτακτη και ασυμβίβαστη. Δεν μπορούσε κανένας να με ελέγξει και δεν τολμούσε κανένας να τα βάλει μαζί μου λόγω των δυνάμεων του. Ετσι μια μέρα με έστειλαν σε ενα άλλο ορφανοτροφείο, σε ενα περίεργο και σκοτεινό μέρος. Σχεδόν κανένας δεν έβγαινε απο εκεί μέσα ζωντανός. Εγω όμως τα κατάφερα. Λίγοι μήνες μου μείναν ακόμη για να γίνω 18 και να φύγω μακριά, να κάνω οτι θέλω. Που να ήξερα όμως οτι θα με υιοθετούσαν στα 17;! Πραγματικά δεν το ήξερα. Και τώρα κοιτάξτε με, είμαι αναγκασμένη να ζω με τέσσερις περίεργους άντρες μέχρι να γίνω 18. Τέλεια, απλά τέλεια...

ÐAÐÐҰ I Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα