~8~

9.2K 303 9
                                    

Τρείς μέρες είχα να βγω απο το δωμάτιο μου. Δεν έτρωγα, δεν πήγα σχολείο, δεν σηκώθηκα καν απο το κρεβάτι. Ημουν τόσο νευριασμένη με τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πως μπόρεσα εγώ να χάσω τον έλεγχο; Πώς μπόρεσα να χτυπήσω έναν άγνωστο και να αφήσω το μυστικό μου να μαθευτεί. Και το σημαντικότερο γιατί υπερασπίστηκα αυτούς που το μόνο που μου κάνουν είναι να με σιχαίνονται;

Αμαρρυλίς : Μισώ τον εαυτό μου.. Είπα και αγκάλιασα τα σκεπάσματα μου.

Ακουσα εναν χτύπο στην πόρτα αλλά δεν απάντησα. Μετά απο λίγο η πόρτα άνοιξε.

Αμαρρυλίς : Οποίος και αν είσαι φύγε. Δεν θέλω να δω κανέναν. Είπα και κάλυψα το κεφάλι μου με την κουβέρτα.

Ακουσα την πόρτα να κλείνει και υπέθεσα οτι οποίος και να ήταν είχε φύγει.

Αμαρρυλίς : Μισώ την ζωή μου. Είπα

Αχιλλέας : Δεν πρέπει να μιλάς έτσι. Ακουσα την φωνή του.

Αμαρρυλίς : Δεν σου είπα να φύγεις; Είπα κουρασμένα.

Αχιλλέας : Ο Απόλλωνας μου είπε να σου φέρω αυτά είπε και άφησε κάτι στο κομοδίνο δίπλα μου.

Αμαρρυλίς : Δεν τα θέλω, φύγε. Είπα.

Αχιλλέας : Μπορείς να σταματήσεις να κάνεις σαν μωρό; Γρυλισε.

Αμαρρυλίς : Αντε παράτα μας και εσυ. Ψιθυρισα και προσπάθησα να κρυφτώ στην κουβέρτα μου.

Τότε ένιωσα την κουβέρτα να αφήνει το ζεστό κορμί μου και να αγκαλιάζει το πάτωμα. Εκτός του οτι ήμουν σχεδόν γυμνή κάτω απο την κουβέρτα μου ήμουν στό δωμάτιο μόνη μου με έναν άντρα. Μόλις η κουβέρτα έφυγε απο πάνω μου και τα γυμνά μου πόδια του κάλυψαν την θέα τα κοίταξε επίμονα και συνέχισε να σκανάρει ολο μου το σώμα. Με κοίταξε απο πάνω μέχρι κάτω και έσφιξε τα δόντια του.

Αμαρρυλίς : Τι θέλεις επιτέλους; Φώναξα. Αφου δεν με συμπαθείς, γιατί εξακολουθείς να με ενοχλείς, σου αρέσει να με νευριάζεις; Φώναξα και βγήκα έξαλλη απο το δωμάτιο.

Αρχισα να τρέχω ξυπόλητη στο διάδρομο, φορούσα μόνο τα εσώρουχα μου και μια κοντομάνικη απο πάνω. Εσπρωξα δυνατά την ξύλινη πόρτα και βγήκα στην αυλή. Η ανάσα μου σχημάτιζε συννεφάκια καθώς έβγαινε κόφτη απο το στόμα μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ηθελα να φύγω. Ετρεξα στην πίσω μεριά του σπιτιού και ξεκίνησα να ανεβαίνω πάνω στο κτήριο. Σε λιγότερο απο δυο λεπτά έφτασα στην οροφή της έπαυλης.

ÐAÐÐҰ I Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα