~1~

22.5K 472 8
                                    

Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Γιατί γεννιομαστε αυτοί που γεννιομαστε; Γιατί νιώθουμε αυτά που νιώθουμε; Γιατί οι πράξεις μας επηρεάζουν τόσο πολύ τους γύρω μας; Αραγε αυτή είναι η μόνη ζωή που θα ζήσουμε ή υπάρχει και κάτι άλλο; Θα μπορέσουμε ποτέ να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή του κόσμου; Και αν ναι πόσοι απο εμας θα τα καταφέρουν; Θα είναι ενας,δυο,εκατό; Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και άφησα μια γεμάτη πόνο ανάσα.

Αμαρρυλίς : Δεν θέλω να πάω που να πάρει! Φώναξα με όλη μου την δύναμη. Η ηχώ μου ακούστηκε για μερικά δευτερόλεπτα και μετά τα πάντα ξανα βυθίστηκαν στην σιωπή. Ο ουρανός ήταν πίσσα μαύρος και η ώρα περασμένη. Το κρύο ηταν τσουχτερό και τα πάντα απειλητικά. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω και ξεκίνησα να περπατάω, όταν ένιωσα μια παρουσία να με παρακολουθεί. Εστρεψα γρήγορα το κεφάλι μου προς το μέρος της και προσπάθησα οσο μπορούσα να διακρίνω οτιδήποτε μέσα σε αυτό το σκοτάδι. Ωστόσο δεν είδα τίποτα και ξεκίνησα να περπατάω για το "σπίτι" μου. Οταν έφτασα μπροστά απο την τεράστια χρυσή καγκελόπορτα ξανα ένιωσα μια παρουσία να με παρακολουθεί. Απομακρύνθηκα απο την επιβλητική πόρτα και έφτασα μέχρι την μέση του δρόμου. Κοίταξα το δάσος που απλωνόταν μπροστά μου και μίλησα. Ποιός είσαι; Ψιθύρισα αλλά δεν πήρα καμία απάντηση. Τα μάτια μου έλαμψαν στην βιολετί τους θάλασσα. Ενιωσα την κοιλιά μου να πονάει και το τέρας μέσα μου να ξυπνάει. Ακούμπησα την κοιλιά μου και ψιθυρισα.

Αμαρυλλις : Σσσσ οχι ακόμη... Είπα. Είχα φτάσει στην απέναντι πλευρά του δρόμου εκεί που το κατάμαυρο δάσος απλωνόταν απειλητικά μπροστά μου. Τότε ενας πόνος στην κοιλιά με έκανε να βγάλω ενα βογγητο πόνου. Ανάθεμα, σου είπα οχι ακόμη! Ειπα και έδωσα μια μπουνιά στην κοιλιά μου. Επιασα το κεφάλι μου που πονούσε και προσπάθησα να ηρεμήσω. Δεν ξέρω γιατί ξύπνησες αλλά καλά θα κάνεις να ξανά κοιμηθείς. Αύριο θα πάω στην αναθεματισμένη καινούργια μου οικογένεια και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μάθουν. Μονολογησα. Περίμενα λίγο και αφού ο πόνος πέρασε σηκώθηκα και βγήκα εξω απο το δάσος. Πλησίασα ξανά την επιβλητική πόρτα και στάθηκα για λίγο. Κοίταξα ξανά το δάσος. Δεν νομίζω.. Είπα και αφού σκαρφαλωσα τα κάγκελα πέρασα πάνω απο την πόρτα και προσγειώθηκα στην έπαυλη που με φιλοξενούσε τα τελευταία 12 χρόνια. Μετά το ατύχημα των γονιών μου αυτό το ορφανοτροφείο ήταν το μόνο που με πήρε. Ολα τα άλλα με έδιωχναν και η πρόνοια δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν έρθω εδω είχα μάθει οτι αυτό το ορφανοτροφείο έδινε παιδιά σε αιρέσεις, σατανιστές και πορνεία, οπότε και εγω κάπου εκεί θα κατέληγα. Σε αυτό το ορφανοτροφείο το μόνο που επικρατούσε ήταν ησυχία. Τρομαχτική ησυχία και φόβος φυσικά. Ο καθε ένας απο εμας που ήταν εδω είχε μάθει με κάποιο τρόπο τι γινόταν πίσω απο τις επιβλητικές πόρτες του κτηρίου. Βέβαια υπήρχε και η άλλη πλευρά. Το ορφανοτροφείο φιλοξενούσε και αγόρια και κορίτσια. Την νύχτα ζωη γέμιζε το κτήριο και οι ταλαιπωρημένες ψυχές των εφήβων προσπαθούσαν να βρούν λύτρωση η μια με την άλλη. Μόνο εγω δημιουργούσα φανερά πρόβλημα. Δεν άκουγα κανέναν, δεν με ήθελε κανείς, μαλωνα με οποία καινούργια πήγαινε να μου το παίξει δυνατή,δεν τηρούσα τους κανόνες, φορούσα συνέχεια μαύρα ρούχα και οχι την στολή του ορφανοτροφείου. Και το καλύτερο; Είχα όπιο απο τα αγόρια ήθελα οπότε το ήθελα και όπως το ήθελα. Μέχρι και οι "αυστηροί" δάσκαλοι εδω πέρα, που ήταν ο τρόμος και ο φόβος των παιδιών θα εκαναν τα πάντα για μια νύχτα μαζί μου.

Αφου μπήκα ήσυχα μέσα στο κτίριο έτρεξα αθόρυβα μέχρι το δωμάτιο μου και άλλαξα. Εβαλα ενα όμορφο μαύρο νυχτικό που είχα κλέψει απο μια τύπισσα που νόμιζε οτι κολλάω στον φίλο της την ώρα που εκείνη ψώνιζε.
Εδεσα τα σκούρα καστανά μου μαλλιά σε μια ελαφριά κοτσίδα. Εβαλα τις ζαρτιέρες μου και πήγα να βγω απο το δωμάτιο.

Ντιάνα : Ψψψ Αμα, που πας? Η φωνή της με σταμάτησε την στιγμή που θα άνοιγα την πόρτα. Γύρισα και την κοίταξα.

Αμαρρυλίς : Η τελευταία μου μέρα είναι εδω, να μην το γλεντησω λίγο? Είπα και ενα γέλιο μου ξέφυγε. Ποιός ξέρει πότε θα ξανά "φαω" εκεί που θα πάω.

Ντιάνα : Χαχ έχεις δίκιο. Μου είπε και γέλασε. Αφησα την πόρτα και την πλησίασα.

Αμαρρυλις : Κοιμήσου τώρα πριγκίπισσα και τα λέμε αύριο. Της είπα και έκανα να φύγω.

Ντιάνα : Θα έρθω να σε βρώ! Μου είπε απλά.

Αμαρρυλις : Θα σε περιμένω. Είπα, της έκλεισα το μάτι και βγήκα απο το δωμάτιο. Ο διάδρομος ήταν άδειος και ήσυχος, σκοτεινός και με παρακαλούσε να ξεχυθω μέσα του. Εγλυψα τα χείλη μου και χαμογέλασα. Αρχισα να τρέχω γρήγορα και ήσυχα. Οση ώρα έτρεχα σκεφτόμουν τα λόγια της "θα έρθω να σε βρώ" ε; δεν νομίζω οτι θα με βρείς ζωντανή σκέφτηκα. Δεν άργησα να φτάσω στο δωμάτιο που ήθελα. Τα βιολετί μάτια μου έλαμψαν ξαφνικά καθώς έφερα στον νου μου τι με περίμενε πίσω απο αυτήν την πόρτα. Εδωσα μια μπουνιά στην κοιλιά μου και βογγηξα απο τον πόνο.

Αμαρρυλις : Τι έχεις πάθει σήμερα? Τελείωνε που να σε πάρει! Είπα. Περίμενα λίγο να ηρεμήσω και τέντωσα την πλάτη μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα. Εβαλα μέσα το κεφάλι μου, τα πάντα ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπες ούτε την μύτη σου. Εγω όμως μπορούσα να δω. Είχα υπερβολικά πολύ καλή όραση. Είδα ένα μονό κρεβάτι και ενα αγόρι να κοιμάται πάνω του. Μπήκα μέσα και τον πλησίασα. Εσκυψα και τον πλησίασα. Ανοιξε απότομα τα μάτια του και χαμογέλασε.

Εντι : Σε περίμενα. Μου είπε χαμογελώντας.

Αμαρρυλις : Να μαιι. Είπα παιχνιδιάρικα, τομ φίλησα στα χείλη και τυλιξα τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του καθώς ανέβαινα πάνω του..

----------------------------

Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι εαν σας άρεσε και να κοιτάξετε και τις υπόλοιπες ιστορίες μου. Τα λεμεε

ÐAÐÐҰ I Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα