Chapter 20

18 3 0
                                    

Darien :

Με βοήθησε να μπω στο σπίτι και άρχισε να μου τυλίγει το πόδι με έναν επίδεσμο...Τα χέρια της ήταν τόσο απαλά που δεν ένιωσα τίποτα...

《Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό, γκρινιάρα?》την ρώτησα.

《Άμα δεν είχες χτύπησει θα σε έκανα να πήγαινες και να το έπαιρνες μόνος σου, αλλά τι να κάνω η καημένη...》μου απάντησε μελωδραματικά.

Greis :

Πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ντουλάπι για να πάρω ένα ποτήρι.
Και είδα κάποιες ΚΑΤΣΑΡΊΔΕΣ εκεί! !!

Άρχισα να φωνάζω υστερικά, όπως κάνω πάντα όταν βλέπω κατσαρίδες.

Ενστικτοδώς άρπαξα ένα τηγάνι και άρχισα να τις χτυπάω φωνάζοντας μέχρι που τις σκότωσα...

Στο σαλόνι ακουγόταν το γέλιο του...Ώστε έτσι...Θα πάρω εκδίκηση!

《Θα σου' ρθω με αυτό το τηγάνι και ο επόμενος που θα γελάσει θα είναι ο γιατρός που θα σου πει "από θαύμα εζησες" !!》του φωναξα.

《Αλήθεια??》με ρωτάει ειρωνικά.

《Όχι παραμύθια!》του φωναξα και άρχισα να τον κυνηγάω με το τηγάνι.

Έκανε γρήγορα βήματα με δυσκολία λόγω του ποδιού του, όμως κατάφερε να ανέβει τις σκάλες και να πάει στο δωμάτιό του.

Έλα όμως που δεν μπορούσε να κλειδώσει την πόρτα διότι το κλειδί ήταν στην κουζίνα :)

Ανέβηκα πάνω και μπήκα στο δωμάτιο του, όμως πάτησα πάνω σε κάτι παντόφλες και έπεσα ακριβώς πάνω του και εκείνος έπεσε στο κρεβάτι...

《Με έπιασες νευριασμενη πριγκίπισσα》μου λέει ενώ τα πρόσωπα μας ήταν πολύ κοντά...

《Να ευχαριστείς τις παντόφλες σου που με έκαναν να πέσω και να ρίξω το τηγάνι γιατί αλλιώς...》του είπα και προσπάθησα να σηκωθώ όμως δεν μπόρεσα.

《Αλλιώς τι?》με ρώτησε με ένα δαιμονικό χαμόγελο στα χείλη του...

Για μια στιγμή κανένας από μας δεν είπε λέξη...Ήταν σαν να παγώσαμε...

Μετά χτύπησε το κινητό μου και σηκώθηκα να το πάρω....

Ήταν η μητέρα μου...
Μου είπε πως γύρισε μαζι με τον πατερα μου από τις διακοπές και ανησύχησαν διότι δε με βρήκαν στο σπίτι...

《Μαμά, είμαι σε μια φίλη μου. Τώρα έρχομαι.》της είπα.

《Γιατί είπες ψέμματα?》με ρωτάει ο Darien.

《Δεν είπα ψέμματα,  η Lia είναι φίλη μου》του είπα.

《Ναι όμως η Lia δε βρίσκεται στο σπίτι τώρα...》μου είπε ειρωνικά.

《Δε με νοιάζει. Αμάν ρε άνθρωπε.》του είπα νευριασμενη και έφυγα.

Έφτασα στο σπίτι και είδα τους γονεις μου καθισμένους στον καναπέ.

Με αγκάλιασαν και όταν έφυγε ο πατέρας, η μάνα μου άρχισε να μου λέει :

《Για πες μου...Είναι αλήθεια αυτά που λέει η Emma για εκείνο το αγόρι??》

Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό.

《Τι είπε η Emma για ποιο αγόρι???》την ρώτησα πειραγμένη από τα λόγια της.

《Ααα έλα τώρα που δε ξερεις...Για εκείνο το αγόρι που τσακώνεστε συνέχεια και σε έσωσε δύο φορές στο Παρίσι και μια φορά από την φωτιά στο σχολείο.》μου είπε χαμογελώντας.

《Μαμά πρώτον η Emma είναι βλαμμενη και δεύτερον εκείνος δεν είναι τίποτα παρά ένα ψώνιο οξύθυμο πλάσμα》της είπα, σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιό μου.

《Αα βλέπω τι γίνεται εδώ....》την άκουσα να μουρμουράει...

"Καλά ρε μαμά εδώ δεν ξέρω εγώ τι μου γίνεται...θα το ξέρεις εσύ? " σκέφτηκα και έπεσα για ύπνο...










Hate or love?Where stories live. Discover now