02/ Τσάι

199 29 93
                                    

Μόλις η βροχή σταματάει, εγώ βρίσκομαι ακόμα σε αυτό το κωλοπαγκάκι. Νιώθω απαίσια και τα βρεγμένα ρούχα μου δεν βοηθάνε. Αποφασίζω να καλέσω ένα ταξί και να φύγω για το ξενοδοχείο του πατέρα μου, το μόνο μέρος που έχω να πάω.

"Καλησπέρα. Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; " χαμογελάει ευγενικά ο άντρας στην πίσω πλευρά της ρεσεψιόν.

"Είμαι η Alice Rosewood. " χαμογελάω ψεύτικα ενώ βγάζω την ταυτότητά μου από την τσάντα μου.

"Μα φυσικά. Θα σας ετοιμάσουμε την καλύτερη σουίτα"

"Όχι όχι. Θέλω ένα απλό μονόκλινο δωμάτιο. "

"Μα.. " πάει να πει όμως τον διακόπτω

"Είναι εντάξει" χαμογελάω βεβιασμένα.

"Είστε σίγουρα καλά; " παρατηρεί για λίγο την εμφάνισή μου.

"Ναι μια χαρά. Απλώς βράχηκα λίγο.. Είναι μόνο νερό." μπερδεύω τα λόγια μου.

"Ορίστε το κλειδί για το δωμάτιό σας. Είναι το 407. Ότι χρειάζεστε τηλεφωνείστε στη ρεσεψιόν. Καλή διαμονή κυρία Rosewood"

"Σας ευχαριστώ! " χαρίζω το καλύτερο μου ψεύτικο χαμόγελο ενώ παίρνω το κλειδί.

Ξεκλειδώνω την ξύλινη πόρτα στην οποία αναγράφεται με μεγάλα γράμματα ο αριθμός 407 και μπαίνω στο εσωτερικό.

Το δωμάτιο είναι αρκετά μικρό, όμως είμαι μόνη μου και μόνη μου θα μείνω άρα τα μεγαλεία περιττά.

Μέχρι να τακτοποιήσω όλα μου τα πράγματα και να αλλάξω τα βρεγμένα περνάνε περίπου σαρανταπέντε λεπτά. Όταν επιτέλους τελειώνω πέφτω στο κρεβάτι και κλείνω τα μάτια μου εξαντλημένη. Είναι πολύ αργά και χρειάζομαι ύπνο. Δεν το πιστεύω ότι ο Alfie μου το έκανε αυτό. Δεν θα κλάψω όμως. Δεν θα κλάψω.

Το φως του ήλιου μπαίνει από το παράθυρο και σχεδόν θέλω ξανά να ουρλιάξω. Σηκώνομαι, ετοιμάζομαι και κατεβαίνω για πρωινό. Δεν μου αρέσει η ιδέα του να μείνω εδώ για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά δεν έχω αρκετά χρήματα για να νοικιάσω διαμέρισμα. Όχι τώρα. Οπότε θα το υποστώ.

Είναι Σάββατο, γεγονός που με κάνει αρκετά χαρούμενη. Θα έχω τουλάχιστον χρόνο να συνειδητοποιήσω τι έγινε.

Ενώ περιμένω το ασανσέρ να έρθει ανοίγω το κινητό μου και βλέπω δεκάδες μηνύματα και κλήσεις από ποιον άλλο; Τον Alfie. Κουνάω το κεφάλι μου και τα διαγράφω όλα στη στιγμή. Έχω τελειώσει μαζί του.

Ο μπουφές είναι τεράστιος. Δίσκοι με όλων των ειδών τα πρωινά απλώνονται στο μεγάλο τραπέζι. Αποφασίζω να φτιάξω μονάχα ένα τσάι. Και μόνο που βλέπω ανθρώπους να καταβροχθίζουν σάντουιτς και αυγά θέλω να κάνω εμετό.

Προχωράω με το τσάι αργά προς ένα αδιανό τραπέζι όταν ένας τύπος πέφτει με φόρα επάνω μου με αποτέλεσμα όλο το καυτό τσάι να χυθεί επάνω μου και εγώ να βρεθώ στο πάτωμα με εκείνον από πάνω μου.

Τον παρατηρώ για μερικά δευτερόλεπτα. Έχει πανέμορφα πράσινα μάτια, όμως ο πόνος από το κάψιμο δεν με αφήνει να τον  παρατηρήσω άλλο και έτσι απλώς με όλο μου το σώμα να τσούζει προσπαθώ απελπισμένα να σηκωθώ.

"Συγγνώμη. Είσαι καλά;" Μου μιλάει για πρώτη φορά. Η φωνή του είναι βαριά και η προφορά του αδιαμφισβήτητα βρετανική.

"Εσύ τι λες;" ταρακουνάω το κεφάλι μου.

"Εγώ λέω πως λυπάμαι πολύ.  Έλα" τείνει το χέρι του προς το μέρος μου βοηθώντας με να σταθώ στα πόδια μου.

Καθώς αγγίζει το χέρι μου νιώθω τα εγκαύματα να εξαπλώνονται. Πονάει. Αλλά δεν λέω τίποτα.

"Σ' ευχαριστώ" λέω ενώ φεύγω προς το δωματιό μου.

"Στάσου" φωνάζει ενώ έχω ήδη απομακρυνθεί μερικά μέτρα.

Γυρίζω απότομα και τον βλέπω να χαμογελάει.

"Πώς να σε φωνάζω;"

"Δεν θα χρειαστεί ποτέ να με φωνάξεις." Χαμογελάω ειρωνικά και φεύγω.

Τον ακούω να γελάει και τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου να πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Τι ηλίθιος.

𝐑𝐨𝐬𝐞𝐰𝐨𝐨𝐝 𝐇𝐨𝐭𝐞𝐥 #𝐀𝐁𝐀𝟐𝟎𝟏𝟗Where stories live. Discover now