Κεφάλαιο 34

28 12 0
                                    

Πως μπορεί να ορίσει κάνεις την έννοια του καλού και του κακού; Σαφώς υπάρχουν κάποια ξεκάθαρα όρια σύμφωνα με ηθικές αξίες. Αλλά ποιος ορίζει τις αξίες αυτές; Ποιος μπορεί να κρίνει αν κάτι είναι καλό ή κακό με σιγουριά; Εκείνη πάντως σίγουρα όχι. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι ο γιος της ήταν κακός. Και τα δύο της παιδιά είχαν προκαλέσει τόσο κακό. Τόση καταστροφή. Από την καταστροφή όμως η αν δημιουργήσει κάτι όμορφο. Δύο υπέροχες πόλεις. Ξεχωριστές και τόσο διαφορετικές. Είχε χρόνια να καπνίσει, αλλά τώρα απολάμβανε το πρωινό της τσιγάρο. Το είχε ανάγκη. Ήταν η μόνη εξάρτηση που επέτρεπε στον εαυτό της και άλλωστε δεν της έκανε κακό. Το νέο της σώμα ήταν άφθαρτο. Η δύναμη κυλούσε μέσα της αστείρευτη. Δεν είχε κάπου να τη διοχετεύσει. Την είχαν αφήσει στην ησυχία της. Μπορεί να την ήθελαν στο στρατό τους όμως προς το παρόν επικρατούσε ειρήνη. Τίποτα και κανένας δεν διατάσσε την ηρεμία της πόλης. Με όποιον είχε προσπαθήσει να μιλήσει της απαντούσε μονολεκτικά. Και σε μια ερώτηση τη φορά. Αυτό την εκνευριζε. Έτσι σταμάτησε τις προσπάθειες να μάθει το οτιδήποτε από αυτούς. Ήταν εργάτες και τίποτα παραπάνω. Ούτε ήξεραν ούτε ήθελαν να μάθουν για το τι επικρατούσε στην πόλη τους. Ήταν παθητικά όντα που έκαναν αδιάκοπα τη δουλειά τους. Χωρίς συναίσθημα, χωρίς σκέψεις και προβληματισμούς. Ήταν άδειοι. Εκείνη εφριζε από ζωή και ενέργεια. Δεν ταίριαζε εκεί. Έπρεπε να φύγει. Αλλά είχε ακόμα κάποια θέματα να διευθετήσει. Εκείνος δεν την είχε πλησιάσει καθόλου. Τον έβλεπε αραιά και που να μπαινοβγαινει από το δωμάτιο της κόρης της. Δε χρειαζόταν να ρωτήσει το γιατί. Ήξερε πολύ καλά το σκοπό των επισκέψεων του. Από τη στιγμή που δεν ήταν πραγματικός της πατέρας δεν της έπεφτε λόγος. Ανησυχούσε μόνο μήπως πληγώσει την κόρη της. Η μνήμη της είχε επιστρέφει για τα καλά. Θυμήθηκε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Η μελωδική φωνή διατηρούσε τη σιωπή της. Συχνά πήγαινε στη βιβλιοθήκη. Διάβαζε μέχρι να αποκοιμηθει. Πολλές φορές την έβρισκαν να  κοιμάται στη βιβλιοθήκη πάνω από ένα βιβλίο. Δεν είχε άλλη ασχολία. Βαριόταν αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι αυτό. Σκέφτηκε να αρχίζε να ξαναβλέπει τις ταινίες που έβλεπε παλιά. Δεν υπήρχε όμως νόημα σε μια τέτοια κίνηση. Δεν ήθελε να ξέρει το μέλλον που θα είχε με Εκείνον. Δεν ήταν πια δικός της. Πότε δεν ήταν. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Η πόλη εξακολουθούσε να της φαίνεται ψεύτικη. Είχε προσπαθήσει με τη δύναμη της σκέψης της να διαπιστώσει αν όντως η πόλη ήταν αληθινή και όχι άλλη μια ψευδαίσθηση. Ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Τα ζώα είχαν εξαφανιστεί. Της έλειπαν τα πουλιά. Το τιτιβισμα τους και να τα βλέπει να πετάνε ελεύθερα στον καθαρό ουρανό. Συγκεντρωθηκε όσο πιο πολύ μπορούσε. Ετεινε το χέρι της και με μια αποφασιστική κίνηση μια λάμψη εμφανίστηκε στην παλάμη της. Την επόμενη στιγμή ένα σπουργίτι άρχισε να απομακρύνετε από το χέρι της. Δεν πίστευε στα μάτια της. Μόλις είχε δώσει ζωή σε μια μικρή ψυχή. Είχε δημιουργήσει ένα πλάσματα κι από το τίποτα. Μαζί με το σπουργίτι ειχε δώσει και ένα κομμάτι της ψυχής της. Δεν έπρεπε να μάθουν οι άλλοι για τη νέα αυτή ικανότητα της. Ήταν ένα μυστικό που έπρεπε όπως και δηποτε να μείνει μυστικό. Συνέχισε τη βόλτα της μέχρι που ένας εκκωφαντικός θόρυβος τη διέκοψε. Ο συναγερμός της πόλης αντηχουσε στα αυτιά της. Η πόλη δεχόταν επίθεση...

~~~~~~~~~~~~~~~™~~~~~~~~~~~~~~~

Επιθέσεις με νόημα. Επιθέσεις χωρίς νόημα. Το αποτέλεσμα το ίδιο. Καταστροφή.

Πετώντας χωρίς φτεράWhere stories live. Discover now