Κεφάλαιο 19

44 15 0
                                    

Ειχε ξεχάσει πως είναι να ζει κανείς έξω από διαστημικό σκάφος. Να αναπνέει στον καθαρό αέρα. Όχι της γης. Ήταν πλέον εξόριστη από τον πλανήτη Γη, όπως και όλες οι γυναίκες. Οι επιστήμονες είχαν ανακαλύψει μια μέθοδο που επέτρεπε στους άντρες να γεννούν παιδιά. Έτσι οι γυναίκες δεν ήταν πλέον απαραίτητες για τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Ήταν άχρηστες, παράσιτα για τους ανθρώπους. Αντί λοιπόν να τις εκτελέσουν επιτόπου, τις έδωσαν την επιλογή να πάνε να κατοικησουν έναν άλλο πλανήτη, πολύ μακριά από τη Γη. Σε έναν άγνωστο πλανήτη σε έναν άλλο γαλαξία που μπορούσε να φιλοξενήσει ζωή. Ταξίδεψε πάνω από τέσσερα έτη φωτός για να πάει κάπου, σε έναν πλανήτη που της ήταν άγνωστος. Εκεί θα ήταν το νέο της σπίτι. Σε ένα σπίτι χωρίς άντρες, χωρίς Εκείνον. Ίσως γι αυτό να της άρεσε να βλέπει όλες αυτές τις ταινίες που έδειχναν εικόνες από ένα μέλλον μαζί του που όμως δε θα ζούσε ποτέ. Ήταν πολύ ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι μαζί. Ο έρωτας τους ήταν απαγορευμένος. Απιαστος. Και τώρα τόσο μακρινός. Δεν είχε νόημα να Τον σκέφτεται. Εκείνος είχε μείνει πίσω. Ίσως να είχε ερωτευτεί ξανά. Έναν άλλο άντρα αυτή τη φορά. Άλλωστε τώρα πια θα πρέπει να είχε γεράσει. Αν ζούσε φυσικά. Εκείνη είχε μείνει στάσιμη στην ηλικία των εικοσιπέντε ετών. Δεν ήξερε αν θα γερνούσε στο νέο περιβάλλον που θα ζούσε. Δεν ήξερε καν αν θα πέθαινε. Ο πλανήτης μπορεί να ήταν κατοικήσιμος, αλλά κανείς δεν ήξερε πως η ατμόσφαιρα του θα επιδρούσε στους ανθρώπους. Ούτε οι επιστήμονες ήξεραν αν και έλεγαν ότι ξέρουν τα πάντα. Το πρώτο πράγμα, χρώμα που είδε ήταν ένα βαθυ κόκκινο. Παντού γύρω της υπήρχε κόκκινο που συναντούσε ένα μοβ ουρανό. Το τοπίο ήταν απίστευτο, μοναδικό. Δεν μπορούσε να περιγράψει το πως ακριβώς ένιωθε βλέποντας ένα τέτοιο θέαμα. Οι πρώτοι ανθρώπινοι έποικοι είχαν φροντίσει να οικοδόμησουν μια πόλη αρκετά μεγάλη για όλες. Γυναίκες από όλες τις χώρες του πλανήτη Γη, με διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες. Όλες όμως είχαν κάτι κοινό. Άφηναν κάτι, κάποιον πίσω τους. Και η θλίψη στο βλέμμα τους δεν θα εξαφανιζόταν ποτέ. Τα παιδιά που θα γεννιοντουσαν πίσω στη Γη, θα ήταν όλα αγόρια. Η επιστήμη είχε βεβαιωθεί γι αυτό. Η επέμβαση αλλαγής φύλου είχε γίνει επέμβαση ρουτίνας. Οι γυναίκες φυσικά δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά από μόνες τους. Έτσι αν δεν μετατρεπονταν σε αθάνατα φαντάσματα, θα εξαδανιζονταν μια για πάντα. Κανένας δεν θα έκλαιγε γι αυτές. Σε κανέναν δε θα έλειπαν. Εκείνη όμως είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν έγκυος αν και δεν το ήξερε ακόμα. Ήταν στις πρώτες εβδομάδες της κύησης της. Κάτι που είχε μείνει στάσιμο όσο ήταν στο διάστημα. Κατά κάποιο τρόπο όπως ακριβώς δε γέρασε ούτε ένα λεπτό το σώμα της παρέμενε το ίδιο, όπως ήταν τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο σκάφος. Είχε παγώσει μέσα στο χρόνο. Είχε παγώσει το χρόνο. Το ίδιο και οι υπόλοιπες συνεπιβατησες της. Τώρα όμως που έφτασαν στην Ήρα, έτσι είχε ονομαστεί ο πλανήτης αυτός, ο χρόνος θα "ξεπαγωνε". Λόγω της άγνοιας της δεν ήταν σε θέση να ανησυχήσει. Σε λίγο καιρό όμως θα την κατέβαλε τρόμος. Δεν είχε καμία φίλη, καμία που να μπορέσει να εμπιστευτεί αρκετά. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Περιπλανηθηκε στους δρόμους της πόλης ψάχνοντας το σπίτι που της αντίστοιχουσε. Η πόλη αποτελούνταν αποκλειστικά από τσιμέντο. Όλα τα σπίτια είχαν μια σκούρα απόχρωση του γκρι. Έμοιαζε με μια μεγάλη φυλακή. Στην πόρτα κάθε σπιτιού υπήρχε ένας αριθμός. Ο ίδιος αριθμός που είχε χαραγμένο με μελάνι στον καρπό της. Δεν είχε όνομα. Είχε χάσει το όνομα της. Τώρα ήταν ο αριθμός 88. Τον ίδιο αριθμό με άλλες 10 κοπέλες της ίδιας ηλικίας. Όλες από διαφορετική χώρα. Το ότι δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα την παρηγορουσε. Δεν θα καταλάβαινε η μία την άλλη, οπότε δε θα χρειαζόταν να ακούσει βαρετές γι αυτή ιστορίες από τις ζωές τους. Μπορεί να ήταν εξόριστη αλλά είχε βάλει τον εαυτό της σε μια δική της μορφή εξορίας. Δε θα ξαναανοιγε το στόμα της ποτέ ξανά. Θα μιλούσε μέσα από τους πίνακες της. Δεν χρειαζόταν να πει και κάτι. Ήταν μια ξένη μεταξύ ξένων. Το σπίτι ήταν υπερσύγχρονο. Τα ήταν ηλεκτρονικά. Οι τοίχοι είχαν ειδικούς προβολείς και ανιχνευτές κίνησης. Μπορούσαν να βλέπουν ο, τι ταινία ήθελαν στους τοίχους ολοκλήρου του σπιτιού. Επίσης σε κάθε δωμάτιο οι τοίχοι αλληλεπιδρουσαν, με ένα άγγιγμα στον τοίχο μπορούσαν να ρυθμίσουν από τη θερμοκρασία του σπιτιου μέχρι το χρώμα του τοίχου. Μπήκε κατευθείαν στο δωμάτιο της. Ευτυχώς η κάθε μία τους είχε το δικό της δωμάτιο. Έκλεισε την πόρτα και ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι της. Τα λιγοστά υπάρχοντα που της είχαν επιτρέψει να πάρει μαζί της τα είχε σε ένα μικρό μαύρο σακίδιο που άφησε δίπλα της. Ήθελε να ξεσπάσει σε λιγμους αλλά τα δάκρυα της είχαν στεγνώσει. Δεν ήξερε καν αν θα είχε τη δυνατότητα να κλάψει, αν η ατμόσφαιρα του πλανήτη το επέτρεπε. Από όσα τους είχαν πει, τις περισσότερες μέρες έβρεχε. Βέβαια οι μέρες ήταν πολύ μικρότερες από τις γήινες μέρες. Πέντε ώρες μέρα, πέντε ώρες νύχτα. Αποφάσισε ότι είχε δει αρκετά για μια ημέρα, γήινη ή ηρανιανη. Έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Βασικά δεν μπορούσε να κάνει απολύτως. Και αυτό τη σκότωνε μέσα της σιγά σιγά και βασανιστικά. Αν υποθέσουμε ότι ήταν ακόμα ζωντανή και όχι απλώς ένα κινουμένου πτώμα. Και τότε αναρωτήθηκε αν μπορούσε να δει τη συνέχεια της ταινίας που έβλεπε. Άγγιξε απαλά τον τοίχο και αυτό που έψαχνε εμφανίστηκε σχεδόν ολοζώντανο μπροστά στα μάτια της....

-Μπαμπα είσαι σίγουρος ότι ήταν καλή ιδέα να έρθουμε εδώ για διακοπές.
-Φυσικά. Το σπίτι είναι άδειο εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Μην ξεχνάς ότι θα κάνει καλό στην εγγονή μου να δει το μέρος που μεγάλωσε η μητέρα της.
-Δεν ξέρω...Αν εκείνη έχει επιστρέψει;
-Αυτό αποκλείεται.
-Μαμά, παππού κοιτάξτε!
Τότε την είδαν. Πάνω στην καρέκλα έτοιμη να κρεμαστεί. Τα μάτια τους γούρλωσαν από την έκπληξη και τον τρόμο που ακολούθησε την έκπληξη. Χωρίς καλά καλά να καταλάβει τι κάνει Εκείνος έτρεξε προς το μέρος της και την έβαλε στην αγκαλιά του.
-Αχ τι ωραίος θάνατος... Πότε δεν περίμενα ότι ο θάνατος θα ήταν τόσο ωραίος. Επιτέλους βλέπω ξανά το πρόσωπο αυτού που αγαπώ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο.
Λέγοντας αυτά έκλεισε τα μάτια της σε έναν γαλήνιο ύπνο.
ΟΧΙΙ!!!! Φώναξε Εκείνος. Μια κραυγή γεμάτη απελπισία. Δεν έπρεπε να την αφήσει να φύγει. Έπρεπε να είχε ψάξει να βρει που πήγε. Πόσο ηλιθιος ένιωθε που πίστεψε ότι τον είχε εγκαταλείπει για κάποιον άλλο. Η κόρη τους είχε καλέσει ήδη το ασθαινοφορο. Σύντομα ήταν στο νοσοκομείο. Εάν αργούσαν έστω και λίγα λεπτά θα ήταν αργά. Τα χάπια σε συνδυασμό με το κρασί είχαν ηδη αρχίσει να επιδρούν. Έμεινε σε κώμα μια ολόκληρη εβδομάδα. Όλη αυτή την εβδομάδα Εκείνος ήταν συνεχώς στο πλευρό της. Δεν την αφήνε ούτε για να πάει να κάνει μπάνιο και να ξεκουραστεί σαν άνθρωπος. Τη Δευτέρα επιτέλους ξύπνησε. Ήταν σαν να ξυπνούσα από ένα βαθύ όνειρο. Η μάτια της αντίκρισε τη δική του
-Είσαι αλήθεια εδώ;
-Ναι
-Θα μείνεις;
-Για πάντα.

Τώρα έκλαιγε για τα καλά. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Τόσο όμορφο μέλλον. Και τόσο αδύνατο. Απίθανο. Εκείνος δεν ήταν μαζί της ούτε θα μπορούσε να είναι ποτέ. Τον είχε χάσει. Για πάντα...

~~~~~~~~~~~~~~~™~~~~~~~~~~~~~~~
Λυπηρό κεφάλαιο... Θλιβερή εξέλιξη... Θα συνεχιστεί σε αυτό το κλίμα η ιστορία; τι πιστεύετε;

Πετώντας χωρίς φτεράWhere stories live. Discover now