Κεφαλαιο 48

377 45 2
                                    


Είχαν περάσει μερικές εβδομάδες. Η κοιλιά μου ήταν τόσο φουσκωμένη που μερικές φορές σκεφτόμουν πως θα εκραγώταν .
Σήμερα θα πήγαινα να επισκεφτώ την μητέρα μου. Θα καθόμουν όλοι μέρα μαζί της.
Φτάνοντας στο σπίτι χτύπησα την πόρτα και άμεσος μου άνοιξε.
"Γιατί δεν μπήκες απλός μέσα;" ρώτησε και σήκωσα τους ώμους ανηξερη.
"Ωραία τι θα κάνουμε πρώτα;" ρώτησα όλο χαρα.
"Θες να μαγειρέψουμε;"
"Πεινάω σαν λύκος." Ήταν το μόνο που είπα και αρχίσαμε να μαγειρεύουμε.[..]
Όταν τελειώσαμε το φαγητό αποφασίσαμε να φτιάξουμε και γλυκό. Κέικ σοκολάτας.
Όσο η μητέρα μου χτυπούσε την ζύμη εγώ έπλενα τα πιάτα. Ξαφνικά το κουδούνι χτύπησε και σκουπίζοντας τα χέρια πήγα να ανοίξω την πόρτα. Ανοίγοντας την πάγωσα. Μπροστά μου βρισκόταν ο πατέρας μου. Κρατουσε λουλούδια στα χέρια του. Είχα πολύ καιρό να τον δω και η αλήθεια είναι πως δεν τον περίμενα εδώ.
"Τι-" πάω να τον ρωτήσω αλλά η φωνή της μητέρας μου με διέκοψε.
"Μυρτω μου ποιος είναι;" Με το που ήρθε στην πόρτα άμεσος στην έκφραση της είδα θυμό.
"Τι θέλεις εσυ εδώ;"
"Θελω μόνο να σας εξηγήσω. Να επανορθώσω."
"Να εξηγήσεις τι; Ότι με παράτησες μόλις έμαθες πως είμαι έγκυος στην Μυρτω;"
"Δεν ξέρεις τι λες." Της απάντησε και με κοίταξε.
"Παρακαλώ." Είπε όλο απογοητευμένος.
"Περνά." Είπα σοβαρή ανοίγοντας του την πόρτα. Η μητέρα μου με κοίταξε άναυδη.
"Μυρτω τι κα-"
"Ακόμα και η αμαρτωλή δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία." Της είπα και ακολούθησα τον πατέρα μου στο σαλόνι. Έκατσε απέναντι μας, ενώ εγώ δίπλα από την μητέρα μου. Τον είδα που είχε αγχωθεί.
"Μιλά." Του είπε η μητέρα μου επιθετικά. Της έπιασα το χέρι ώστε να την ηρεμήσω.
"Μυρτω μου.. εκείνα τα χρόνια ήταν όλα πολύ διαφορετικά. Την μητέρα σου την αγαπούσα παρά πολύ. Πιο πολύ από ότι με αγάπησε αυτή." Μια κοιτούσε εμένα και μια την μητέρα μου.
"Αλλά το θέμα ήταν πως οι γονείς και των δυο μας δεν μας ήθελαν μαζί. Ούτε εμείς είμασταν καλά οικονομικά, ούτε η μητέρα σου. Ειχα αποφασίσει όμως πως θα έφευγα-"
"Έφυγες και μας παρατησες." Πετάχτηκε η μητέρα μου με τα μάτια της δακρυσμένα.
"Σε παρακαλώ μην με διακόπτης." Της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε. Το έβλεπα στο βλέμμα του. Όταν τους κοιτούσα ένιωθα πως μέσα τους ακόμα δεν είχε σβήσει αυτή η φλόγα που ένιωθαν ο ένας για τον αλλον.
"Έφυγα στην Αμερική, ώστε να πάω να βγάλω λεφτά για να γυρίσω να παντρευτώ την μητέρα σου. Οι γονείς μου δεν μου έδωσαν ούτε δεκάρα. Ούτε η γονείς της Σοφιας δεν είχαν την πρόθεση να μας βοηθήσουν. Στην Αμερική βγήκα τον πατέρα του Αχιλλέα, κολλητός μου από το γυμνάσιο. Ο πατέρας του μόλις του είχε παραχωρήσει την εταιρία και ήθελε έναν βοηθώ. Με ρώτησε και ήμουν πρόθυμος. Ένα μεγάλο λάθος που έκανα είναι ότι έφυγα πολύ απότομα χωρίς να ενημερώσω κανέναν, ούτε την μητέρα σου. Ήθελα να γυρίσω και να της κάνω έκπληξη. Ότι τα κατάφερα και πλέον μπορούμε να παντρευτούμε και να είμαστε μαζί." Όσο μιλούσε την κοιτούσε στα μάτια. Η μητέρα μου είχε σκύψει το κεφάλι της κλαίγοντας. Τα μάτια του ήταν δακρυσμένα.
"Έναν χρόνο αργότερα είχα βγάλει αρκετά χρήματα. Είχα πάρει και αύξηση. Είχα αποφασίσει να γυρίσω και να την πάρω μαζί μου στην Αμερική, να παντρευτούμε εκεί. Όταν γύρισα όμως αυτό που με περίμενε δεν το είχα σκεφτεί. Η μητέρα σου μόλις σε είχε γέννηση. Δεν ήξερα τίποτα για αυτήν την εγκυμοσύνη. Αλλά δεν δίστασα! Ήμουν μήνες εκεί προσπαθώντας να σας πλησιάσω. Αλλά κανένας δεν με άφηνε. Είχα απογοητευτεί. Εφόσον δεν είχα άλλη επιλογή ώστε να είμαι κοντά σου, κοντά σας σαν τελευταία επιλογή είχα να σας στέλνω τουλάχιστον κάθε μήνα χρήματα ώστε να μπορείτε να επιβιώσετε."
Όσο άκουγα την ιστορία όλα τα κομμάτια άρχισαν σιγά σιγά να ενώνονται. Κοίταξα την μητέρα μου με ανοιχτό το στόμα. Αυτή έκλαιγε με αναφιλητά.
"Δηλαδή.." κατάφερα να πω κοιτώντας την μητέρα μου. Άμεσος σηκώθηκα απότομα.
"Ψεύτρα! Είσαι μια ψεύτρα! Με έκανες να πιστέψω πως ο μπαμπάς έφταιγε για όλα!"
"Μυρτω μου-" πήγε να με πλησιάσει αλλά τραβήχτηκα απότομα.
"Μην."Ξαφνικά ένιωσα έναν πόνο κάτω στην κοιλιά.
"Μυρτω είσαι καλά;" πετάχτηκε και ο πατέρας μου πλησιάζοντας με.
"Μην..μην με ακουμπάτε." Είπα και έτρεξα στην τουαλετα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και άκουγα τον τσακωμό που άρχισαν μεταξύ τους.
Ρίχνοντας λίγο νερό στο πρόσωπο μου ένιωσα πως έπρεπε να πάω τουαλετα. Όταν όμως κατέβασα το κολάν μου συνειδητοποίησα πως είχα αίματα παντού. Πανικός με έπιασε και άμεσος φώναξα το όνομα της μητέρας μου. Μπήκε μέσα με φορά βλέποντας με να κλαίω.
"Μαμά πονάω." Άρχισα να φωνάζω και παρατήρησε το αίμα στο πάτωμα.
"Μάκη φώναξε ασθενοφόρο τώρα."
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Έκατσα στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά μου περιμένοντας να σταματήσει να πονάει..

~ Αχιλλέας ~

Προσπαθούσα να είμαι καθε μέρα δίπλα της. Δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλειψε μέχρι που μπόρεσα να την πάρω πάλι στην αγκαλιά μου. Ήξερα ότι με χρειαζόταν αυτόν τον καιρό. Και εγώ ήθελα να την υποστηρίξω. Θα έδινα τα πάντα για να βλέπω κάθε μέρα το χαμόγελο της και θα έδινα τα πάντα για να μην την χάσω ξανά. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως κατάφερε να ξεπεράσει όλους αυτούς τους μήνες χωρίς την υποστήριξη μου. Ήμουν πάλι χαρούμενος μετά από πολύ καιρό. Και ο ένας λόγος ήταν και η κόρη μας. Κάθε φορά όταν ακουμπούσα την κοιλιά της, κλωτσούσε η μικρή μας. Σαν να ήξερε ότι ήθελα να την νιώσω. Υπήρχαν όμως κάτι στιγμές που καταλάβαινα την Μυρτώ. Ήμαστε και οι δύο πολύ νέοι για να μεγαλώσουμε ένα παιδί. Δεν ήξερα αν θα το καταφέρναμε. Και γιαυτό σκεφτόμουν που και που πως θα ήταν αν θα το ρίχναμε. Όμως όταν μου το είπε, ήταν ήδη αργά. Με έξι μήνες περάσαμε ήδη το όριο. Έτσι κι αλλιώς θα το έκανα μόνο για αυτήν. Μόνο αν θα το ήθελε η Μυρτώ.
"Η μοίρα μας ήθελε να κάνουμε μια οικογένεια. Και είμαι έτοιμος για όσα θα πρέπει να ξεπεράσουμε στο μέλλον. Ακούς; Δεν θα σε αφήσω μόνη σου. Θα τα περάσουμε μαζί." Της είπα σήμερα το πρωί, πριν φύγει απο το σπίτι. Αποφάσισε να περάσει την μέρα της με την μητέρα της. Εγώ φυσικά δεν είχα κανένα πρόβλημα. Μέχρι που ξαφνικά με έβγαλε ο ήχος του κινητού μου από τις σκέψεις.
"Έλα Σοφία. Τι έγινε;" ρώτησα μόλις σήκωσα το τηλέφωνο.
"Η Μυρτώ δεν είναι καλά! Έλα γρήγορα στο νοσοκομείο! Θα σου στείλω την διεύθυνση." την άκουγα να φωνάζει δυνατά.
"Έρχομαι αμέσως!" είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μου ήρθε ένα μήνυμα με την διεύθυνση. Σηκώθηκα αμέσως και έτρεξα στο αμάξι. Πριν προλάβω να βγω από την πόρτα του σπιτιού άκουσα την φωνή της Μαρίνας.
"Τι έγινε που πας;"
"Πρέπει να φύγω αμέσως για το νοσοκομείο. Η Μυρτώ έπαθε κάτι." είπα πιάνοντας με πανικός με τα λόγια δυνατά.
"Θα έρθω μαζί σου." απάντησε η Μαρίνα και βγήκε μαζί μου έξω.
Στο δρόμο δεν μιλούσε κανένας. Χρειάστηκα παραπάνω από ότι νόμιζα και όταν φτάσαμε επιτέλους μπήκα όλο άγχος στο νοσοκομείο.
Όταν φτάσαμε μπροστά από το γραφείο, όπου καθόταν μια γυναίκα, μου κόπηκε η ανάσα. Για κάποιον λόγο δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Γιαυτό άρχισε να μιλάει η Μαρίνα για μένα.
"Ψάχνουμε μια Μυρτώ δεκαεννέα χρόνων. Την φέρατε πριν λίγο. Είναι επείγων." Η κυρία που καθόταν μπροστά από έναν υπολογιστή άρχισε να πληκτρολογεί το όνομα της Μυρτώς.
"Έφτασε πριν 20 λεπτά. Δωμάτιο 102. Βρίσκετε στον δεύτερο όροφο, δεξιά." είπε και χαμογέλασε.
"Ευχαριστούμε." Ήταν το μόνο που μπορούσα να πω. Αμέσως κατευθηνθήκαμε προς το ασανσέρ.
Μπροστά από το δωμάτιο 102 περίμεναν ήδη η Κυρία Σοφία με τον κύριο Μάκη.
"Ήρθα όσο γρήγορα μπορούσα." είπα και τους κοίταξα ερωτηματικά για να μου εξηγήσουμε τι συνέβαινε.
"Έχασε πολύ αίμα ξαφνικά." είπε.
"Είναι μέσα για εξετάσεις. Σε κάποια λεπτά θα μας εξηγήσουν ακριβώς τι έγινε." ολοκλήρωσε την πρόταση της ο κύριος Μάκης.
Κούνησα θετικά το κεφάλι μου και κάθισα δίπλα τους. Το ίδιο έκανε και η Μαρίνα.
Τα λεπτά περνούσαν και μου φαινόταν λες και πέρασαν ώρες μέχρι που ήρθε επιτέλους ο γιατρός.
"Καλησπέρα. Είστε οι γονείς της Μυρτώς;" ρώτησε. Αμέσως απάντησε η μητέρα της.
"Ναι. Είναι καλά; Το μωρό;"

Out of my LimitWhere stories live. Discover now