Κεφαλαιο 13

460 57 3
                                    


"Οχι καλε τι το διώχνεις το παιδι." Ειπε και γυριςε σε αυτον.
"Θες να κάτσεις για μεσημεριανό;" Τον ρωτηςε αλλα δεν τον άφησε καν να απαντηςη.
"Αχχ ωραια χαιρομαι που συμφωνείς. Το φαγητό θα ειναι έτοιμο σε σαράντα λεπτά. Θα σας φωνάξω όταν θα ειναι έτοιμο." Της έγνεψα και εκλεισα την πόρτα πιςω μου.
"Ειναι λιγο κουραστική μερικες φορές." Απαντηςα και γελαςε αμεσος.
"Εγω την βρίσκω πολυ συμπαθητική." Τον κοιταξα σοκαρίστηκα.
"Αυτο το λες γιατι δεν την εχεις κάθε μερα."
Τα επόμενα σαράντα λεπτά πέρασαν πολυ γρήγορα. Τωρα καθόμαστε στο τραπεζι της κουζίνας τρώγοντας.
"Πολυ ωραιο το φαγητό κυρία Κατερίνα."
"Οοο μπορεις να με φωνάζεις σκέτο Κατερίνα γλυκιε μου." Της χαμογελασε ντροπαλά και εσκιψε το κεφαλι. Σοβαρά τωρα; Γλυκιε μου; Καλα σε ποιον αιώνα ζούμε δηλαδή;
Μερικα λεπτά αργοτερα είχαμε τελειώσει το φαγητό και η μανα μου ειχε πιάσει συζιτιςει με τον Αχιλλέα. Εγω καθομουν και κοιτουςα τον τοιχο χωρις καμια εκφράσει στο προσόπο μου.
"Και Αχιλλέα αγόρι μου καμια κοπελα εχεις;"
"Μαμα!" Φώναξα λιγο για να της δίξω πως ειναι αγένεια που ρωτάει τοςο αδιάκριτα πράγματα.
"Δεν θελω να ειμαι αδιάκριτη αλλα τοςο όμορφο παλικάρι.." Πάει να συνεχιςει ομως την διακόπτω συκονοντας όρθια αποτομα.
"Μαμα εμεις πρεπει να φύγουμε τωρα." Γυριςα το βλέμμα μου πρως τον Αχιλλέα και μου χαμογελασε ευχάριστοντας με. Συκοθηκαμε και πήγαμε προς την πόρτα.
" Να μας ξανα έρθεις αγόρι μου." Του ειπε πριν κλείσω την πόρτα. Το μονο που εκανε ηταν να της χαρίσει ενα χαμογελο. Νευριασμενη αρχιςα να περπατάω με πιο γρήγορο βήμα. Ακουγα τα βήματα του να με ακολουθούν.
"Που παμε;" Ρωτηςε και του εκανα νόημα να με ακολουθήσει.
"Μπορουμε να περάσουνε απο το σπιτι μου πρώτα; Πρεπει να δω πως ειναι η Μαρίνα." Γυριςα και τον κοιταξα. Μου εκανε νόημα να τον ακολουθήσω και αναστενάζοντας πηγα προς το μέρος του.
Καλα αλλα να ξερεις μετα θα παμε οπου θελω." Μου έγνεψε και αρχισαμε να περπατάμε. Δεκα λεπτά αργοτερα ήμασταν εξω απο την 'βίλα' του.
"Ειναι η Μαρίνα μεςα;" Ρωτηςε τους δυο τύπους που ηταν εξω απο την πόρτα. Εγνεψαν θετικά κάνοντας μας χώρο για να μπούμε μεςα. Το σπιτι ηταν τεραςτιο. Όταν φτάσαμε εξω απο το δωμάτιο της χτύπησε την πόρτα. Αυτη μας άνοιξε την πόρτα και όταν με είδε αμεσος με αγκαλιασε φωνάζοντας απο χαρα.
"Ααα τι τελεια, ήρθες να με δεις." Την εβγαλα απο την αγκαλιά μου και εκανα ενα βήμα πιςω.
"Καλα εσυ που ήσουν εχθες όλοι μερα;" Αναφέρθηκε στον Αχιλλέα.
"Με την Μυρτω. Καλα παω να αλλάξω, καθήστε εσεις εδω να τα πείτε και ερχομαι σελιγο." Ειπε και μας άφησε μονες μας. Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο και εκλεισα την πόρτα γυριςε να με κοιτάξει με πονηρό ύφος.
"Παίζει τιποτα με τον αδερφό μου;" Την κοιταξα σοκαρισμενη.
"Τι; Οχι! Φυσικα και οχι! Πως σου ήρθε αυτο;" Συκωςε τους ωμους χωρις να ξερει τι να απαντηςη.
Δεκα λεπτά αργοτερα ο Αχιλλέας ηταν έτοιμος περιμενοντας με για να φύγουμε.
Αποχαιρετισα την Μαρίνα με μια αγκαλιά, μιας που δεν ειχα και αλλη επιλογή. Όταν βγηκαμε απο το σπιτι πήγαμε προς το αμάξι του. Ενα τέταρτο αργοτερα είχαμε παρκάρει ίδι και περπατούσαμε.
"Τι θες να κανουμε τωρα;" Των ρωτηςα ενω κάτσαμε στα σκαλιά ενας μαγαζιού το οποίο ηταν κλειστό μιας που ηταν αργία σημερα. Ακριβός απέναντι μας ηταν τα Chill box.
"Δεν ξερω. Οτι θες εσυ." Χωρις να το σκεφτω δεύτερη φορα συκοθηκα πηγενοντας προς το μαγαζι με τα Chill Box. Πήραμε και οι δυο απο ενα και πήγαμε προς την πλατιά. Για καθημερινή μερα απογευμα ειχε αρκετό κοςμο.
"Ας παίξουμε ενα παιχνίδι." Του ειπα την ωρα που κάθησα ξανα δίπλα του, μιας που ειχα πάει να πετάξω τα αδια μας κουτιά απο το Chill box.
"Τι παιχνίδι;" Ρωτηςε πονηρά βάζοντας τα χερια στης τσέπες απο την ζακέτα του.
"Θάρρος η αλήθεια ας πουμε;" Ρωτηςα και με κοίταξε ανέκφραστος.
"Αλλα με μια παραλλαγή. Το παιχνίδι θα λέγεται θάρρος ή θάρρος. Οποτε δεν εχεις επιλογή. Οτι πει ο ενας στον άλλον πρεπει να το κανει, αλλιος υπάρχει τιμωρία." Χαμογελασε ξανα πονηρά κοιτώντας με.
Παίζαμε αυτο το παιχνίδι ίδι μιςη ωρα. Οτι χαζομάρα μας έρχονταν στο μυαλο λέγαμε ο ενας στον άλλον για να το κανει.
Ηταν η σειρά του Αχιλλέα να μου πει να κανω κατι.
"Εχεις το θάρρος να πας σε αυτο το περίπτερο-"ειπε ενω εδιξε το περίπτερο απέναντι μας.
"- και να παρεις μια εξάδα μπίρες;" Τον κοιταξα σουφρονοντας το προσόπο μου.
"Σοβαρά τωρα; Τι της θες της μπίρες;" Ρωτηςε γελοντας.
"Διψάω τι να κανω." Απάντησε και αυτός γελοντας. Αναστεναξα και συκοθηκα, αλλα πριν φυγω γυριςα παλι σε αυτον βάζοντας την παλάμη μου μπροστα του περιμενοντας. Με κοίταξε απορημένος.
"Λεφτά;" Ειπα και αμεσος μου εδωσε δεκα ευρώ. Δεν ειπα τιποτα, απλος έφυγε προς το περίπτερο. Όταν γυριςα πιςω σε αυτον, κάθησα δίπλα του και άνοιξα να πιω μια μπίρα. Πηρε και αυτός μια για να πιει.
"Λοιπον σειρά μου να ρωτήσω." Αρχιςα να σκευτομαι τι θα επρεπε να κανει.
Γυριςα και τον κοιταξα πονηρά μονο στην σκέψει που θα επρεπε να κανει αυτη την 'δοκιμάσια'.
"Βγάλε μια φωτο σου τωρα. Την πιο χάλια που μπορεις να βγάλεις και βαλτειν στο Facebook προφιλ." Αμεσος με κοίταξε γουρλονοντας τα ματια του.
"Τι; Ουτε καν! Δεν πρόκειται να το κανω." Τον κοιταξα σοβαρή.
"Εάν δεν το κανεις ξερεις το θα συμβεί." Για μερικα λεπτά τον εβλεπα που προςπαθουςε να ζυγίσει της επιλογές του στο μυαλο του. Τελικα συμφώνησε μαζι μου και έβγαλε αυτην την σελφι. Όταν την ειδα δεν μπορουσα να σταματήσω να γελάω για πεντε λεπτά.
"Σταματα να γελάς δεν ειναι αστιο." Ειπε ενω ειχε μουτροσει.
"Λοιπόν για να σκεφτούμε τι λεζάντα να γράψουμε απο κατω." Ειπα ενω άρπαξα το κινητο του απο το χερι του για να την ανεβάσω.
"Ειι.." Ειπε και τον κοιταξα συκονοντας το φριδι μου. Αμεσος σταματησε να παραπονιέται και ήρθε πιο κοντα μου για να βλέπει το τι κανω με το κινητο του.
" 'I'm a unicorn' σοβαρά;" Ρωτηςε μολις είδε τι έγραψα. Γελασα αυτοματα και εκανε το ίδιο αφήνοντας τα λακακια του να φανούν.
"Λοιπον δεν παμε τωρα να συνεχισουμε σε κανα μπαράκι επειδη δεν μπορω αλλο να κάθομαι σε αυτο το μέρος." Συνφώνισα μαζι του και πήγαμε στο πιο κοντινό μπαρ που υπηρχε στην περιέχει.
Όταν καθησαμε παραγγείλαμε απο μια βότκα και οι δυο. Μεςα σε μιςη ωρα την ήπιαμε. Τωρα ήμασταν στην δεύτερη, ήμασταν ίδι ζαλισμένη απο την μπίρα. Μιλούσαμε για διαφορα θέματα. Σχολιάζαμε τα παντα και τους πάντες έδω μεςα. Ο πολλοίς ο κόσμος ειχε φυγει και τωρα ηταν μονο 40 χρόνοι και 50 χρόνοι. Λίγη στην ηλικία μας. Ξαφνικα ο Αχιλλέας αρχισε παλι την συζιτηση μετα απο ενα μεγάλο διάστημα.
"Λοιπον δεν τελείωσε το παιχνίδι μας. σειρα μου." Ηταν ίδι αρκετά μεθυσμένος ωστε νε πετάξει οτι βλακια του έρθει στο μυαλο. Κοιτουςε γύρο τον χώρο σκευτοντας. Μια εμενα μια γύρο του. Μερικα δευτερόλεπτα αργοτερα μιληςε.
"Ανέβα στο μπαρ και κάνε μας στριπτιζ." Μονο στην σκέψει το τι ειπε μόλις τον έπιασαν τα γέλια. Ξερει πως δεν πρόκειται να το κανω αυτο, γι'αυτο και χασκογελαει.
"Δεν πρόκειται." Ειπα και έκατσα καλυτερα στην θέση μου βάζοντας τους αγκώνες μου πανω στο μπαρ για να στηρίζομαι.
"Ωραια λοιπον τοτε θα υποστεις της συνεπιες." Ειπε και ήπιε μια γουλιά απο το ποτο του.

Out of my LimitWhere stories live. Discover now