Κεφαλαιο 19

438 50 8
                                    


~ Αργότερα ~

Ήμουν μέσα σε κάτι αποδυτήρια και μπροστά μου είχα τέσσερα φορέματα.
"Διάλεξες;" φώναξε ο Αχιλλέας αγανακτισμένος. Περίμενε εδώ και μισή ώρα. Σήμερα το βράδυ  πρέπει να συναντηθούμε με τον πατέρα του Αχιλλέα και τους συνεργάτες του.
"Μην ανησυχείς. Ο πατέρας μου ξέρει ότι θα έρθεις μαζί μου για συμπαράσταση. Πάντα όταν έχει μια σημαντική συνάντηση, με παίρνει μαζί του. Δεν είναι μόνο για να μπορώ να μάθω πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι σε συναντήσεις, αλλά και για να καυχιέται για μένα. Ο καθένας πρέπει να γνωρίσει τον διάδοχο του Αλεξάνδρου Μαυριδη. Φαντάσου πόσο θα καυχιέται μπροστά από τους συνεργάτες του που ο γιος του θα φέρει μια γυναίκα μαζί του." μου είχε εξηγήσει. Τελικά διάλεξα ένα μακρύ φόρεμα το οποίο η φούστα του ήταν άσπροι με ένα μεγάλο κόψιμο στην αριστερή μεριά, ώστε μπορούσες να δεις από μέσα το πανέμορφο κοντό φορεματακι το οποίο είχε της αποχρώσεις του χρυσού που ως σχέδιο είχε διαφορά λουλούδια. Στην ουσία θα το περιέγραφε κανείς ως το πανέμορφο κοντό φορεματακι με διαφορά σχέδια πάνω του, που το καλύπτει μια εφαρμοστή μακριά φούστα. Πήγαμε να πληρώσουμε και κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι του. Στην διαδρομή μου εξηγούσε τι θα έπρεπε να κάνω σήμερα το βράδυ.
"Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να απαντάς στης ερωτήσεις που θα σου κάνουν και να είσαι όμορφη, όπως πάντα." Χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Γέλασα και είπα.
"Προσπαθείς μόλις τώρα να φλερτάρεις μαζί μου;"
"Όχι πως σου ήρθε αυτό; Απλός ήθελα να είμαι  ευγενικός." Είπε χωρίς να είναι σίγουρος για τα λόγια του.
"Αα." ήταν το μόνο που είπα.
Όταν φτάσαμε σπίτι πετάχτηκε η Μαρίνα πάνω μου αγκαλιάζωντας με.
"Γιατί δεν είπες πως θα μείνεις σε εμάς;" φαινόταν πως χαίροταν πάρα πολύ.
"Δεν ξέρω." απάντησα χωρίς συναισθήματα.
"Τι αγοράσατε;" άρπαξε αμέσως την σακούλα από τα χέρια μου και έβγαλε το φόρεμα. Πέρασε με τα δάχτυλα πάνω από το ύφασμα. Μόλις το σήκωσε για να δει αν μου ταιριάζει
άρχισαν τα μικρά χρυσά στρας κάτω από το φως να λάμπουν. Προφανώς κατάλαβε αμέσως που θα πήγενα σήμερα το βράδυ και είπε πως θα με βάψει αυτή.
"Το έχω κάνει τόσες φορές. Μην ανησυχείς."
Μία ώρα αργότερα τελειώσαμε σχεδόν. Μου έχει φτιάξει είδη τα μαλλιά και στο μακιγιάζ έλειπαν μόνο τα χείλια. Μόλις έβγαλε ένα κόκκινο κραγιόν αρνήθηκα.
"Έλα μόνο λίγο." Με παρακάλεσε. Τελικά την άφησα. Ύστερα μου έδωσε έναν καθρέφτη. Η αλήθεια είναι πως δεν αναγνώρισα τον εαυτό μου. Ήταν σαν να καθόταν άλλος άνθρωπος μπροστά μου. Δεν έχω να πω, η Μαρίνα έκανε καλά την δουλειά της. Τελικά γύρισα και της χαμογέλασα. Πριν κάτι εβδομάδες εγώ την βοήθησα να αλλάξει. Δεν περίμενα να γίνει κάποτε το αντίθετο. Τότε σηκώθηκα να βάλω το φόρεμα. Για το τέλος φόρεσα τα μπεζ τακούνια μου. Κάτω με περίμενε ο Αχιλλέας με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Μόλις έφτασα μπροστά του είπα:
"Κάτσε ένα λεπτό. Πάω λίγο στο μπάνιο και έρχομαι."
Πήγα προς το μπάνιο και κοίταξα στον καθρέφτη. Η Μαρίνα με έβαψε πολύ ωραία, όμως δεν ήμουν σίγουρη για αυτό το κόκκινο κραγιόν. Πήρα μια μικρή πετσέτα η οποία κρεμόταν δίπλα από τον νεροχύτη και καθάρισα τα χείλη μου ώστε να μειώσω την έντονη απόχρωση. Όταν βγήκα από το μπάνιο άμεσος φύγαμε. Έξω μας περίμενε μια μαύρη λιμουζίνα. Καθίσαμε μέσα και λίγα δευτερόλεπτα μετά ξεκίνησε η λιμουζίνα.
"Μην αγχώνεσαι." είπε ο Αχιλλέας ήρεμα.
"Όχι καλέ, μια χαρά είμαι." Προσπάθεισα να το παίξω χαλαρή. Μόλις φτάσαμε στο εστιατόριο περίμεναν περίπου 10 παπαράτσι μπροστά από την είσοδο. Ο Αχιλλέας κατέβηκε και μου ανοίξε την πόρτα.
"Χαμογέλα απλός." είπε για να με ενθαρρύνει, δίνοντας μου το χέρι του. Μπροστά από την είσοδο περίμενε ο πατέρας του Αχιλλέα. Όλα τα άτομα δίπλα μας άρχισαν να φωνάζουν το όνομα του Αχιλλέα. Φώτα αναβοσβήναν, και όλοι φώναζαν ερωτήσεις.
"Επιτέλους μπορώ να σε γνωρίσω." ακούστηκε μια αντρική φωνή. Ο πατέρας του Αχιλλέα μου έδωσε το χέρι και μου χάρισε ενα τεράστιο χαμόγελο.
"Μυρτώ, χάρηκα." είπα και έπιασα το χέρι του για την τυπική χειραψία.
"Γειά σου Πατέρα." είπε ο Αχιλλέας και τον αγκάλιασε. Τότε άρχισαν όλοι οι παπαράτσι να βγάζουν φωτογραφίες. Μια θάλασσα από φώτα απλώθηκε μπροστά μου και με θάμποσε. Μέσα στο εστιατόριο έδωσα το παλτό μου σε έναν σερβιτόρο ο οποίος μας οδήγησε στο τραπέζι που καθόταν ήδη οι συνεργάτες του κυρίου Αλεξάνδρου.
Δώσαμε τα χέρια και καθίσαμε στης καρέκλες. Όλα γύρο μας ήταν πανάκριβα, οι λάμπες, οι εικόνες ακόμα και τα τραπεζομάντιλα ήταν πιο ακριβά από όλα όσα μου ανήκουν.
Δυο λεπτά αργότερα ήρθε ο σερβιτόρος προς το τραπέζι μας για να του δώσουμε την παραγγελία μας. Πρώτα μας ρώτησε τι θα θέλαμε να πιούμε. Όλοι απάντησαν και ήρθε η σειρά μου να του πω τη θέλω να πιώ.
"Εσείς δεσποινίς τι θα πιείτε;" ξαφνικά άρχισα να αγχώνομαι. Όλα τα βλέμμα τα ήταν πάνω μου περιμένοντας να ακούσουν την παραγγελία μου.
"Εεμ θα ήθελα.." προσπαθούσα να σκεφτω τι παράγγειλαν οι άλλοι αλλά δεν μου ερχόταν. Γιαυτο το λόγο είπα ότι χαζομάρα σκέφτηκα εκείνη την ώρα.
"Μια μπίρα." Όλοι με κοίταξαν παράξενα. Ειδικά ο πατέρας του Αχιλλέα. Ξαφνικά άρχισε να γελάει. Τον κοίταξα απορημένη.
"Πλάκα κάνει. Θα πάρει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Από τα καλά." Αυτήν την στιγμή ένιωσα πολύ άβολα και μάλλον ο Αχιλλέας το κατέλαβε μιας που κουνήθηκα λίγο από την θέσει μου.
"Εγώ όμως θα ήθελα μια μπίρα." Αμεςος γυριςα και τον κοίταξα χαρίζοντας του ένα μικρό χαμόγελο που άμεσος μου το ανταπέδωσε. Ο σερβιτόρος έγνεψε και έφυγε, ώστε να πάει να φέρει τα ποτά μας.
Η ώρα περνούσε και ο Πατέρας του Αχιλλέα ήταν αφοσιωμένος στη συζήτηση με τους συναδέλφους του. Ο Αχιλλέας απλός τους κοιτούσε και έκανε έτσι σαν να ενδιαφέρεται. Που και που μου έριχνε μια ματιά. Εγώ όμως δεν του έδινα σημασία. Και πάντα όταν νόμιζε πως δεν τον κοιτούσα με τσέκαρε από πάνω μέχρι κάτω χαμογελώντας. Ξαφνικά μας ρώτησε μια γυναίκα κάτι που δεν περίμενα.
"Πόσο καιρό είστε ζευγάρι;" έδειξε εμένα και τον Αχιλλέα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω σε αντίθεση με τον Αχιλλέα ο οποίος απάντησε χωρίς δισταγμό.
"Εδώ και τρεις μήνες." είπε και με τράβηξε κοντά του βάζοντας τα χέρια πάνω στους ώμους μου. Έβαλα ένα ψεύτικο χαμόγελο και κοίταξα προς τον Αχιλλέα. Όταν δεν μας έδιναν άλλο σημασία του ψιθύρισα.
"Τι ήταν αυτό;"
"Μόνο για σήμερα." είπε και συνέχισε να ακούει δήθεν προσεκτικά τον πατέρα του.
Η ώρες περνούσαν μέχρι που ήρθαμε η ώρα που έπρεπε να φύγουμε. Δεν έκανα πολλά απλά απαντούσα στης ερωτήσεις. Αλλά μου άρεσε που μου έδιναν σημασία. Ήταν η πρώτη φορά που μου έδιναν τόσα πολλά άτομα σημασία. Και το καλύτερο ήταν ότι δεν με κοιτούσαν παράξενα αλλά με θαυμασμό. Ήμουν πάρα πολύ κουρασμένη και στη λιμουζίνα με πήρε ο ύπνος. Μόλις σταμάτησε το αμάξι κάποιος με χτυπούσε ελαφρά στον ώμο.
"Ελα φτάσαμε..." άκουσα να ψιθυρίζει ο Αχιλλέας. Τότε άνοιξα τα μάτια μου. Δεν είχα κοιμηθεί για πολύ ώρα, περίπου 20 λεπτά θα ήταν. Με πόνους στα πόδια, από τα τακούνια, και με βαριά βήματα προχώρησα προς την είσοδο του σπιτιού. Όταν έφτασα μπροστά από την πόρτα έβγαλα τα τακούνια γιατί δεν θα μπορούσα να περπατήσω μέχρι το δωμάτιο όπου κοιμώμουν. Φτάνοντας εκεί πέρα έβγαλα τα ρούχα μου, έπλυνα το πρόσωπο μου και πήγα αμέσως για να κοιμηθώ.

-------------------------------------------------------
Συγνώμη που αργήσαμε να βάλουμε κεφάλαιο, αλλά έχουμε πολλά να κάνουνε αυτόν τον καιρό. Θα ήθελα να ακούσω την γνώμη σας για το κεφάλαιο αυτό!! Και πάλι συγνώμη που αργήσαμε να ανεβάσουμε !! ~Ρια,Μυρι❤️

Out of my LimitΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα