Κεφαλαιο 17

382 52 3
                                    


"Μυρτω ειπα παμε τωρα σπιτι!" Αρχισε να με τραβάει, αλλα εγω ηθελα να αποχαιρετήσω τον Αχιλλέα. Αυτός δεν ήξερε τι να κανει. Εκείνη την στιγμή τον επερνε απο οτι καταλαβα η μητέρα του τηλεφωνώ.
"Αντε Μυρτω. Θα τον ξαναδείς απλά παμε. Πρεπει να μιλήσουμε." Την έγνεψα και την ακολούθησα στο αμάξι. Σε ολοι την διαδρομή με έκραζε. Φυσικό το βρίσκω μετα απο όλα όσα εχω κανει μεχρι στιγμής. Τελικα το χάπι που πήραμε μάλλον ηταν πιο δυνατό απο οτι νόμιζα. Ακομα πονάει το κεφαλι μου.
Όταν μπήκαμε στο σπιτι αρχισε ο δεύτερος γύρος.
"Μαμα φτάνει επιτελους. Το πείρα το μάθημα μου." Φώναξα λιγο πιο δυνατά απο οτι συνήθιζα.
"Μην μου υψώνεις εμενα την φωνή κυρία μου!" Φώναξε χτυπώντας το χερι της στο τραπεζι της κουζίνας.
"Αντε παραταμας." Απαντηςα και πηγα να φυγω, αλλα με σταμάτησε τραβοντας με απότομα πιςω.
"Μιλα καλύτερα στην μανα σου."
"Αν μου μάθαινες πως να μιλάω δεν θα-" αμεσος ένιωσα ενα τσούξιμο στο μαγουλο μου. Άνοιξα το στομα μου σοκαρισμένη. Αμεσος απομακρύνθηκα απο το άγγιγμα της.
"Μ-Μυρτω μου..εγω δεν-"
"Μην με ξανα ακουμπήσεις!"φώναξα αποφεύγοντας το άγγιγμα της αιδιασμενη. Πριν προλάβει να πει οτι δήποτε εξαφανίστηκα και κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου. Τα δάκρυα έσταζαν ασταμάτητα. Πρώτη φωρα μου σύκοςε το χερι. Ξερω πως δεν ηταν και η καλύτερη απέναντι μου ολα αυτα τα χρόνια, αλλα ποτε δεν μου ειχε απλώσει το χερι της πανω μου.
Χωρις δεύτερη σκέψει μάζεψα μερικα μου πράγματα βάζοντας τα σε έναν μικρο σάκο. Ένιωθα τοςο αδρεναλίνη μεςα μου που δεν με ένοιαζε τιποτα αλλο, εκτός απο το να φυγω. Βγήκα απο το δωμάτιο πηγενοντας προς την εξώπορτα. Η μητέρα μου κάθονταν στην κουζινα κλαίγοντας. Όταν με είδε με τον σάκο, γουρλωσε τα ματια της σοκαρισμενη.
"Μυρτω μου παιδι μου που πας; Κάτσε να συζητήσουμε." Έτρεξε πιςω μου πιάνοντας μου το χερι για να με σταματήσει. Αμεσος το τράβηξα μακρια της.
"Μην." Ηταν το μονο που ειπα. Την κοιταξα για μια τελευταία φορα στα ματια πριν βγω απο την πόρτα και αρχίσω να περπατάω μακρια. Δεν ειχα που να παω. Στον Γιώργο δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσω το πόδι μου. Η μονη μου επιλογή; Ο Αχιλλέας με την Μαρίνα. Αρχιςα να περπατάω προς το σπιτι τους. Εντομεταξη μεχρι να φτασω στο σπιτι τους πηρα τον Αχιλλέα τρεις φορές τηλέφωνο. Σε καμια κλήση μου δεν απάντησε. Όταν έφτασα απέξω, περνώντας μια ανασα χτύπησα την εξώπορτα. Μερικα λεπτά αργότερα η πόρτα άνοιξε και μπροστα μου εμφανίστηκε ενας Αχιλλέας φορώντας μονο μια πετσέτα γύρο απο την μεςη του και μια αλλη με την οποία σκούπιζε τα νερά απο τα μαλλιά του. Όταν με αντίκρισε απορία εμφανίστηκε στην εκφράσει του.
"Μυρτω τι έπαθες;" αμεσος τον αγκάλιασα ξεσπώντας ξανα σε δάκρυα. Πρώτη φορα ένιωθα τοςο αδύναμη. Σαν να μην με νοιάζεται κανεις σε αυτον τον κόσμο. Σαν να ειμαι μονη μου. Αμεσος με έσφιξε στην αγκαλιά του.
"Σσς ολα καλα. Περνά μεςα." Έφυγα απο την αγκαλιά του γνέφοντας του. Πηγα να περάσω μεςα, αλλα με σταμάτησε βάζοντας τα δάχτυλα του στο προςωπο για να σκουπίσει τα δακρια που μου είχαν ξεφύγει. Εντωμεταξύ εγω τον κοιτουςα στα ματια του. Δευτερόλεπτα αργοτερα με τράβηξε μεςα προς το σαλόνι.
"Περίμενε με εδω. Σε πεντε ερχομαι, παω να ντυθώ." Του έγνεψα και έκατσα στον καναπέ περιμενοντας.

Out of my LimitΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα