Κεφαλαιο 36

332 40 2
                                    


Μπαίνοντας μέσα πήγαμε προς το σαλόνι.
"Μπαμπά ήρθαμε." Απάντησε ο Αχιλλέας και κρατώντας με από το χέρι με οδήγησε προς τα εκεί.
Ξαφνικά πάγωσα. Μπροστά μου βρισκόταν ο πατέρας του Αχιλλέα μαζί με τον Αργυροπουλο. Γουρλωνοντας τα μάτια μου έσφιξα πιο πολύ το χέρι του Αχιλλέα.
"Γεια σας παιδιά. Τον θυμόσαστε τον κύριο Αργυροπουλο σωστά;" μας κοίταξε και τους δυο με χαμόγελο. Έκανε λες και δεν πήγα στην εταιρία και έκανα σκηνή.
"Γεια σας." Απάντησε ο Αχιλλέας για εμάς τους δυο. Εγώ απλός έγνεψα και πήγα από πίσω του νιώθοντας ντροπή.
"Εμείς πάμε στο δωμάτιο."
Μπαίνοντας μέσα πηρα μια βαθιά ανάσα.
"Όλα καλά;" με ρώτησε και έγνεψα.
"Μπορούμε απλός να δούμε μια ταινία; Δεν θελω να το συζητήσω." Μου έγνεψε και πήγε να ανοίξει την τηλεόραση. Βάλαμε να δούμε μια ταινία. Λίγο πριν τελειώσει τον Αχιλλέα τον είχε πάρει ο ύπνος.
Σηκώθηκα για να πάω στην κουζίνα να πάρω ένα ποτήρι με νερό. Μπαίνοντας μέσα όμως τον είδα μπροστά μου.
"Εεμ συγνώμη δεν ήξερα-" πάω να δικαιολογηθω φεύγοντας, αλλά η φωνή του με σταμάτησε.
"Μυρτω μπορούμε να μιλήσουμε για λίγο;" γύρισα πάλι προς το μέρος του. Ντροπιασμένη απλός κούνησα το κεφάλι.
"Επειδή τώρα πρέπει να φύγω μπορείς να έρθεις αύριο κατά της δυο στο γραφείο μου να μιλήσουμε πιο ήρεμα;" του ξανα έγνεψα και έφυγα χωρίς να πω κάτι άλλο. Πήγα προς το μπάνιο για να ηρεμήσω. Αλλά ήταν πιασμένο. Τότε έπρεπε να πάω στο μπάνιο το οποίο υπήρχε στο δωμάτιο του Αχιλλέα.
Περπατώντας στον διάδρομο προς το δωμάτιο του Αχιλλέα η πόρτα από το δωμάτιο της Μαρίνας άνοιξε.
"Ηευυ δεν σε είδα εδώ και καιρό." Μου είπε και με αγκάλιασε.
"Ναι είχα πολλές δουλειές." Απάντησα και βγήκα από την αγκαλιά της.
"Έλα μέσα να τα πούμε λίγο." Δεν με άφησε καν να της πω την γνώμη μου. Απλός με τράβηξε μέσα στο δωμάτιο.
"Τι θες να πούμε;" ρώτησα και έκατσα στο κρεβάτι της.
"Να μωρε.. ήθελα να σε ρωτήσω.." έκατσε δίπλα μου.
"Να με ρωτήσεις τι;"
"Μαρεσει ένα αγόρι. Τι πρέπει να κάνω για να δω αν νιώθει κατι για εμένα;" είπε απότομα.
"Οχχ το μικρό ερωτεύτηκε." Άρχισα να την κοροϊδεύω.
"Δεν είναι αστείο. Θα με βοηθήσεις η να πάω άλλου;" είπε και σοβάρεψε.
"Απλό. Κάνε τον να ζηλέψει."
Μίλησα λίγο ακόμα μαζί της και μετά αποφάσισα να γυρίσω πίσω στο δωμάτιο. Μπαίνοντας μέσα ο Αχιλλέας άνοιξε τα μάτια του. Κοιτώντας με μου χαμογέλασε και γύρισε πλευρά πέφτοντας ξανα για ύπνο. Γελώντας ξάπλωσα δίπλα του.

Το πρωί όταν ξύπνησα ο Αχιλλέας είχε ήδη φύγει. Είχε κατι δουλειές να κάνει, μου είπε. Μιας που είχα χρόνο μέχρι να πάω στο γραφείο του Αργυροπούλου αποφάσισα να πάω πρώτα στο σπίτι να κάνω ένα μπάνιο.
Μπαίνοντας μέσα δεν ήταν κανείς.
"Λογικά θα πήγε στο σούπερ μάρκετ." Μονολόγησα. Κάνοντας το μπάνιο μου σκεφτόμουν πως θα έπρεπε να δικαιολογήθω στον ανθρωπο. Ένιωθα πολύ αναστατωμένη.
Ενώ στέγνωνα τα μαλλιά μου άκουγα μουσική.
Όταν ήμουν έτοιμη η ώρα ήταν ήδη 13:00. Τότε αποφάσισα πως ήταν η ώρα να ξεκινήσω για να μην αργήσω.
Όταν έφτασα έξω από το γραφείο του πήγα προς την γραμματέα. Με κοιτούσε κάπως παράξενα είναι η αλήθεια αλλά δεν είχα και άλλη επιλογή.
"Γεια σας θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Αργυροπουλο." Είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Γύρισε κοιτώντας με παράξενα.
"Ραντεβού έχετε;" ρώτησε με αγένεια. Δεν ήξερα τι να πω είναι η αλήθεια. Είχα ραντεβού; Πριν προλάβω να πω κάτι η πόρτα από το γραφείο του άνοιξε. Βλέποντας με άμεσος με πλησίασε.
"Ήρθες Μυρτω; Περνά μέσα γιατί περιμένεις;" ρώτησε δείχνοντας μου προς το γραφείο του. Χαμογελώντας του λίγο αμήχανα άρχισα να περπατάω προς το γραφείο του, αλλά πρώτα έριξα ένα βλέμμα όλο νόημα στην αγενή γραμματέα.
Μπαίνοντας μέσα έκατσα στην καρέκλα που ήταν απέναντι από την δικιά του. Έκατσε και αυτός στρώνοντας το κουστούμι του.
Ξερόβηξε κοιτώντας με.
"Λοιπόν.." αρχίζει αυτός χωρίς ο ίδιος να ξέρει τι να πει. Ενοχές με γέμιζαν.
"Λυπάμαι πολύ κύριε έγινε μια παρεξηγήσει." Είπα γρήγορα.
"Το ξέρω."
"Νόμιζα πως είσασταν ο πατέρας μου και ταράχτηκα. Ένιωσα τόσο θυμό μέσα μου πως θα μπορούσατε να ήσασταν ο πατέρας μου και δεν μου είπατε τίποτα, αλλά ξέρετε η μητέρα μου δεν μου είπε την αλήθεια γιατί ξέρει ποσό επιπόλαια είμαι και-"
"Μυρτω μην απολογησε." Με διέκοψε. Τον κοίταξα απορημένη.
"Το εννοείτε;"
"Η μητέρα σου μου τηλεφώνησε και μου τα είπε όλα. Δεν χρειάζεται να απολογησε. Και σε παρακαλώ μην μου μιλάς στον πληθυντικό."
Του έγνεψα και κοίταξα τα παπούτσια μου αμήχανα.
"Ωραία άρα λύθηκε αυτή η παρεξήγηση." Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Εκείνη την στιγμή το κινητό μου χτύπησε. Άμεσος το έβγαλα από την τσάντα μου. Το όνομα του Αχιλλέα εμφανίστηκε στην οθόνη μου. Δεν ήξερα αν θα ήταν αγένεια να το σηκώσω όποτε απλός έκλεισα την φωνή.
"Γιατί δεν το σηκώνεις;" ρώτησε απορημένος.
"Νόμιζα-" πάω να δικαιολογηθω αλλά με έκανε νόημα να το σηκώσω.
"Έλα Αχιλλέα." Είπα και είδα ένα χαμογελώ να απλώνεται στο πρόσωπο του.
"Μωρό μου τελείωσα με της δουλειές. Θες να πάμε για φαγητό;" ρώτησε και δέχτηκα.
"Ωραία σε μισή ώρα έρχομαι να σε πάρω. Στείλε μου που είσαι σε μήνυμα." Στέλνοντας γρήγορα το μήνυμα σηκώθηκα για να φύγω. Άμεσος σηκώθηκε και αυτός.
"Λοιπόν να φεύγω.. με περιμένει και ο Αχιλλεας.." είπα παίρνοντας την τσάντα μου από τον ώμο μου.
"Θα τα ξαναπούμε." Είπε ανοίγοντας μου την πόρτα.
Πηγαίνοντας προς το μέρος που έδωσα ραντεβού με τον Αχιλλέα σκεφτόμουν τι συνέβη της τελευταίες μέρες. Βλέποντας τον μπροστά μου χαμογέλασα. Με περίμενε έξω από το αμάξι καπνίζοντας. Βλέποντας με να πηγαίνω προς το μέρος του πέταξε το τσιγάρο και άνοιξε τα χέρια του. Χώθηκα στην αγκαλιά του μυρίζοντας το άρωμα του. Είχε τόσο ιδιαίτερη μυρωδιά.
"Μωρό μου πάμε;" του έγνεψα και βγήκα από την αγκαλιά του. Αλλά πρώτου απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλον σηκώθηκα στις μύτες δίνοντας του ενα πεταχτώ φιλί.
Ούτε μισή ώρα αργότερα είμασταν σε ένα εστιατόριο που είχε ως θέα την Ακρόπολη.
"Σου αρέσει εδώ;" του έγνεψα κοιτώντας την καταπληκτική θέα. Παραγγείλαμε να φάμε διαφορά ορεκτικά.
"Σου αρέσει το κρασί;" ρώτησε και έγνεψα.
"Και το φαγητό έτσι;"
"Ναι μωρό μου όλα τέλεια." Απάντησα χαμογελώντας. Με κοίταξε έκπληκτος.
"Π-πως με είπες;" ρώτησε ενώ είχε ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπο του.
"Μωρό μου;" απάντησα και έσκιψε να με φιλήσει.
"Μην μου το κανείς αυτό τώρα." Είπε πάνω στα χειλη μου. Τον κοίταξα απορημένη.
"Τι εννοείς;" ρώτησα απορημένη. Απομακρύνθηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
"Μυρτω πρέπει να σου πω κάτι."

-------------------------------------------------------
Έτοιμο και αυτό το κεφάλαιο. Δεν λέω τίποτα, τα σχόλια δικά σας!!🌹😚

Out of my LimitWhere stories live. Discover now