Κεφαλαιο 39

302 48 1
                                    


~Μυρτω~
Όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Γιατί δεν μου σήκωνε το τηλεφωνώ; Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Η ώρα ήταν 10:30. Κατέβηκα στην κουζίνα ώστε να φάω πρωινό. Ήταν και η μητέρα μου εκεί όποτε φάγαμε μαζί. Ο Αχιλλέας μου είχε πει πως θα έφευγε στις 15:00 περίπου. Όποτε θα πήγαινα κάπου στις 13:00 να τον δω, να τον αποχαιρετήσω.
Όταν τελείωσα με το πρωινό μου πήγα να κάνω μπάνιο. Μισή ώρα αργότερα είχα τελειώσει. Στέγνωσα τα μαλλιά μου και ντύθηκα. Είχα περίπου μιάμιση ώρα ακόμα. Αποφάσισα να μαγειρέψω εγώ σήμερα για μεσημεριανό μιας που η μητέρα μου είχε φύγει να κάνει κατι δουλειές. Όταν τελείωσα με το φαγητό η ώρα ήταν 12:30 περίπου. Πήγα πάνω να βαφτω ελαφρά. Στις 13:00 έφυγα από το σπίτι. Σε είκοσι λεπτά περίπου ήμουν έξω από το σπίτι του. Χτύπησα την πόρτα και η κυρία Κατερίνα μου άνοιξε.
"Γεια σας." Είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα.
"Γεια σου κορίτσι μου."
"Ο Αχιλλέας;" ρώτησα και μου άνοιξε την πόρτα να περάσω.
"Πάνω είναι κάνει τα πράγματα του. Αλλά να ξέρεις έχει νεύρα." Της έγνεψα και πήγα προς το δωμάτιο του. Άνοιξα την πόρτα, αλλά είχε την μουσική του ραδιοφώνου δυνατά ώστε δεν μπορούσε να με ακούσει όταν μπήκα μέσα. Τον είδα να φτιάχνει τα πράγματα του με μανία. Πήγα από πίσω του να τον αγκαλιάσω. Όταν αντιλήφθηκε πια είμαι με απομάκρυνε από κοντά του με νεύρα.
"Μην με ακουμπάς." Όταν είδα το πρόσωπο του είδα δάκρυα να πέφτουν από τα μάτια του.
"Αχιλλέα τι έγινε γιατί-"
"Μην." Είπε βάζοντας το χέρι του ανάμεσα μας δείχνοντας μου με αυτόν τον τρόπο πως δεν ήθελε να πλησιάσω άλλο.
"Τι έπαθες;" ρώτησα υψώνοντας την φωνή μου.
"Μιλάς εσυ; Πως τολμάς μετά από αυτό που έκανες." Φώναξε μέσα στα μούτρα μου.
"Τι; Τι λες;" του είπα σαστισμένη.
"Τα έμαθα όλα Μυρτω. Τι νόμιζες πως μπορείς να με κοροϊδέψεις;" Τον κοίταξα απορημένη.
"Μπορείς να μου εξηγήσεις;"
Εκνευρισμένος έβγαλε κάτι από την τσέπη του και μου το πέταξε προς το μέρος μου. Το σήκωσα από το πάτωμα κοιτώντας τον ερωτηματικά.
"Είσαι τόσο εγωίστρια. Άπορο γιατί σκέφτηκα πως θα ήσουν διαφορετική από της άλλες." Άρχισε να με σμπρωχνει να βγω από το δωμάτιο.
"Αχιλλέα δεν καταλαβαίνω. Τι έκανα; Τι είναι αυτό;" είπα έτοιμη να κλάψω. Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να πέσουν.
"Ρωτά τον φίλο σου το Γιώργο. Είμαι σίγουρος πως ξέρει πολύ καλά."
"Τι; Που κολλάει ο Γιώργος. Αχιλλέα κάτσε να μιλήσουμε, να το λύσουμε."
"Όχι τέλος. Χωρίζουμε!" Φώναξε κλείνοντας μου την πόρτα στα μούτρα. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν χωρίς σταματημό.
Δηλαδή έτσι απλά τέλος; Χωρίς να με αφήσει να εξηγήσω; Ένιωθα τόσο πόνο. Πήρα τον δρόμο για το σπίτι. Σε όλη την διαδρομή έκλαιγα. Τον έπαιρνα τηλέφωνα γιατί ίσως και να μου απαντήσουμε. Αλλά ποτέ δεν απάντησε. Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι η μητέρα μου με κοιταξε.
"Μυρτω τι έπαθες; Γιατί κλαις;"
"Παράτα με!" Της φώναξα και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω. Έκλαιγα για πέντε λεπτά. Γιατί; Τι του έκανα; Ξαφνικά συνειδητοποίησα το στικάκι που μου έδωσε να ακουςω. Με γρήγορες κινήσεις άνοιξα τον υπολογιστή μου. Έβαλα το στικάκι μέσα και το έβαλα να παίξει.
<......>
Είχα μείνει άφωνη. Ποτέ τα είπα αυτά; Παντός σίγουρα δεν ήμουν νηφάλια. Ξαφνικά θυμός άρχισε να φουσκώνει μέσα μου. Ο Γιώργος! Άμεσος έβαλα το μπουφάν μου και πήγα προς την πόρτα. Η μητέρα μου στην κουζίνα με το που με βλέπει αναστατωμένη με πλησιάσει.
"Κοριτσάκι μου όλα καλά;" ρώτησε όσο πιο γλυκά μπορούσε την ώρα που έβαζα εγώ τα παπούτσια.
"Όχι τώρα μαμά." Είπα ήρεμη και άνοιξα την πόρτα.
"Θα αργήσεις;" ρώτησε και της έγνεψα πως δεν ξέρω.
"Θα σου τηλεφωνήσω." Της είπα και βγήκα έξω. Άρχισα να περπατάω προς το σπίτι του Γιώργου.
Φτάνοντας απέξω άμεσος χτύπησα την πόρτα με μανία. Αλλά κανείς δεν απαντούσε.
"Γαμωτο." Φώναξα και έβγαλα το κινητό μου έξω ώστε να πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο. Στα τρία χτυπήματα το σήκωσε.
"Που είσαι;"ήταν το μόνο που είπα.
"Ώπα μωρό μου τι έγινε και μας θυμήθηκες;" είπε πονηρά.
"Γιώργο τελείωνε γιατί η υπομονή μου εξαντλείτε. Που είσαι!" Του είπα όλο νεύρα.
"Στο μπαρ με τα παιδιά." Του έκλεισα το τηλέφωνο στα μούτρα και πήγα προς το μπαρ.
Μπαίνοντας μέσα στο μπαρ μιας που ήταν μεσημέρι ήταν μόνο η παρέα μας. Καθόταν για καλή μου τύχη στην άκρη.
"Γεια σου κορίτσι." Άκουσα τον Λευτέρη να λέει. Δεν πρόλαβε να μιλήσει κανείς άλλος. Το χέρι μου είχε γίνει ένα με το μάγουλο του Γιώργου. Άμεσος σηκώθηκε απορημένος.
"Τι κανείς;" ρώτησε κοκαλωμένος.
"Είσαι ένας μαλακας. Πως μπόρεσες; Σε μισώ." Ήταν το μόνο που είπα και πήγα να φύγω αλλά το χέρι του με σταμάτησε.
"Ώπα τι έγινε; Σε χώρισε ο γκόμενος και έρχεσαι να βγάλεις τον θυμό σου σε εμένα;"
"Σταματά. Εσυ φταις για όλα!" Τον εσμπρωξα από δίπλα μου. Αλλά δεν με άφηνε.
"Γιατί ρε Γιώργο; Γιατί πας και του βάζεις λόγια; Δεν έκανα τίποτα!" Φώναξα σμπροχνωντας τον ξανα μακριά μου.
"Γιατί αν δεν σε έχω εγώ δεν θα σε έχει ούτε αυτός." Είπε φέρνοντας με κοντά του.
"Είσαι άρρωστος!" Είπα όλο απέχθεια.
"Άφησε με! Με αιδιαζεις!" Τον ξανα εσμπρωξα μακριά μου. Εντομεταξυ τα υπόλοιπα παιδιά μας κοιτούσαν με ανοιχτά τα μάτια. Προφανώς και δεν ήξεραν αυτά που έκανε ο κολλητός τους.
Δεν περίμενα να ακουςω τίποτα άλλο. Απλός άνοιξα την πόρτα και έφυγα μακριά από αυτό το μέρος.
Όσο περπατούσα τα δάκρυα δεν σταματούσαν. Δεν μπορούσα να πάρω καλά ανάσα όποτε σταμάτησα σε κάτι σκαλιά μιας παλιάς πολυκατοικίας που πλέον δεν μένει κανείς εκεί. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον τείχο πίσω μου. Προσπαθούσα να βρω την ανάσα μου. Ξαφνικά έβγαλα το τηλέφωνο. Πάτησα τους αριθμούς και περίμενα μέχρι να σηκώσει το τηλέφωνο. Στους τρεις χτύπους το έκανε.
"Μαμά.." είπα με κόφτη ανάσα.[..]
Ούτε ένα τέταρτο αργότερα ένιωσα κάποιον να με ακουμπάει στον ώμο. Γύρισα το βλέμμα μου προς τα αριστερά και είδα την μητέρα μου. Άμεσος την αγκάλιασα. Με έσφιξε στην αγκαλιά της.
"Σσς θα περάσει." Ήταν το μόνο που έλεγε. Ούτε να μου ζητήσει λεπτομέρειες ούτε τίποτα. Αυτό ήταν που χρειαζόμουν τώρα. Την ζέστη αγκαλιά της μητέρας μου. Είναι η μόνη που μπορεί να με καταλάβει αυτήν την στιγμή.[...]

Η μέρες περνούσαν. Δεν είχα κανένα νέο του Αχιλλέα. Από ότι κατάλαβα μάλλον είχε αλλάξει αριθμό. Δεν έκανα τον κόπο να το ψάξω. Μιας που άλλαξε αυτό σημάνει πως δεν ήθελε τίποτα από εμένα. Ξέκοψα από την παρέα μου. Μόνο με τον Λευτέρη μιλάω που και που. Παραιτήθηκα από το μπαρ. Δεν είχα την υπομονή να δουλεύω τα βραδιά και να έχω την μούρη του μπροστά μου. Στην καφετέρια δουλεύω ξανα κανονικά. Μετά τα απογεύματα βοηθάω την μητέρα μου με το σπίτι όσο μπορώ ώστε να ξεχνιέμαι.
Τον έπαιρνα κάθε μέρα τηλέφωνο και ας ήξερα πως αυτός ο αριθμός δεν ισχύει πια. Μόνο και μόνο να ακούω τον τηλεφωνητή που είχε βάλει την φωνή του να λέει πως δεν είναι αυτήν την στιγμή διαθέσιμος.
Δεν έβγαινα έξω καθόλου εκτός από το να πάω για δουλειά. Την Μαρίνα δεν την πέτυχα πουθενά. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν θα ήθελε καν να μου μιλήσει πλέον μετά από τα λόγια που θα άκουσε από τον Αχιλλέα..

Out of my LimitWhere stories live. Discover now